βγαλ-λωματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαλ-λωματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βγαλ-λωματιˬάζω, μέσ. βγαλ-λωμαδιˬάζομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βγάλλω καὶ τοῦ οὐσ. μάτιˬα.
Σημασιολογία
Πάσχω ἐξόρυξιν τῶν ὀφθαλμῶν: Γνωμ. Κάλλιˬο νὰ βγαλ-λωμαδιˬαστῇς παρὰ νὰ κακονομαστῇς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA