γκουσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκουσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκουσιˬάζω Λεξ. Αίν. γκουάζω Ἤπ. (Πράμαντ.) Πελοπν. (Δίβριτσ. Κλειτορ. Μεγαλόπ.) γκουαζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκούσα.

Σημασιολογία

1) Ἀποκτῶ πρόλοβον Λεξ. Αἰν. 2) Ἐξοιδαίνομαι εἰς τὸν πρόσθιον λαιμὸν ἀπὸ βρογχοκὴλην Πελοπν. (Κλειτορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἄφ᾽ ᾽τουν τοὺν γκουασμένου! Αἰτωλ. β) Σχῆματίζω σαρκώδη πτύχωσιν κάτωθεν τῆς σιαγόνος Πελοπν. (Μεγαλόπ.) 3) Πρὴσκομαι, κορέννυμι Στερελλ. (Αἰτωλ): Γκούασ᾽ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ φαΐ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/