βγαλμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαλμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βγαλμὸς ὁ, Ἤπ:. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) βγαλιμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βγαρμὸς Κύθν. Σίφν. κ.ἀ
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βγάλλω. Διὰ τὸ βγαλιμὸς ἰδ. βγάλμα.
Σημασιολογία
1) Ἔξοδος ἔνθ’ ἀν.: Ὤ, ποῦ νὰ βγαίνῃ ἡ ψυχή του τσαὶ βγαρμὸ νὰ μὴν ἔχῃ! (ἀρὰ) Κύθν. || ᾎσμ. ᾿Εδῶ ποῦ ’ρθες, Γιˬαννάκι μου, ποτὲ βγαλμοὺς δὲν ἔχεις Ἤπ. 2) ᾿Εξόρυξις Πελοπν. (Κορινθ.): Βγαλμὸς ’ς τὰ μάτιˬα μου! (ὅρκος). 3) Ἀνατολὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ’Σ τὰ βγαλίματα τοῦ νήλιˬου. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βγαρμοὶ καὶ τοπων. Χίος. Πβ. βγάλσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA