ἀπανωμερεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωμερεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπανωμερεˬὰ ἡ, Πελοπν (Ἀρκαδ.) – Λεξ. Δημητρ. ἀπανωμερία Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. μερεˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ ὑψηλότερον ἢ ὀρεινότερον μέρος τόπου τινὸς Πελοπν. (Λακων): Πῆγα ’ς τοὶς ἀπανωμερεˬὲς νὰ δῶ γιˬὰ τὰ ζῷα μου. 2) Ἐξέχουσα θέσις, πρωτοκαθεδρία Πελοπν. (Ἀρκαδ.) –Λεξ. Δημητρ. 3) Ἐπιρρηματ., εἰς τὸ ἐπάνω μέρος Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Πήγαινε ἀπανωμερεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/