βγαλτίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγαλτίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βγαλτίκι τό, βγαλ-λωτίκι Συμ βγαρτἰκι Ἰων. (Ἐρυθρ.) βγαρτίτσι Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βγαλτὸς καὶ τῆς καταλ. -ίκι.
Σημασιολογία
Λῆξις, τέλος ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τὰ βγαλλωτίκιˬα τοῦ μηνοῦ-τοῦ χρόνου-τοῦ Μάρτι κττ. Σύμ. Τὰ βγαρτίκιˬα τοῦ Μάρτι Ἐρυθρ. Πβ. βγάλσιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA