ἀπανωμύλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωμύλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωμύλι τό, ἀμάρτ. ’πανωμύλι Πελοπν. (Βούρβουρ.) ’πανουμύλ’ Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. μύλι.

Σημασιολογία

1) Αὐλακωτὸν ξύλον προσηρμοσμένον εἰς τὸ στόμιον τοῦ δοχείου τοῦ ἀλέσματος, διὰ τοῦ ὁποίου καταρρέει τοῦτο εἰς τὸν μύλον Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ξύλον κυκλοτερὲς προσηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω ἐπιφάνειαν τῆς ἄνω πέτρας τοῦ μύλου φέρον ἐγκοπὰς Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) 3) Ἡ ἄνω πέτρα τοῦ μύλου Στερελλ (Αἰτωλ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπανάρι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/