γραδέλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραδέλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γραδέλος ὁ, ἐνιαχ. γαρδάλος Ἤπ. (Πρέβ.)

Ετυμολογία

Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἰταλ. cαrdello = στήριγμα, βάσις.

Σημασιολογία

Ἡ κατ᾽ ἀμφότερα τὰ ἄκρα τῶν ἐπιμήκων σανίδων βαρελίου ἢ κάδης σχηματιζομένη αὖλαξ, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζονται αἱ βάσεις αὐτῶν ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/