ἀπανωπέζουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωπέζουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωπέζουλλο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀπανουπέζουλλου Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. πεζούλλι.

Σημασιολογία

Ἐκ τῶν ἐπαλλήλων ἐπιπέδων εἰς τὰ ὁποῖα ἔχει διαιρεθῆ ἀμπελὼν ἤ ἀγρὸς εὑρισκόμενος ἐπὶ ἐπικλινοῦς ἐδάφους το κείμενον εἰς το ἀνώτερον μέρος ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τ’ ἀπανουπέζουλλου φ’ τέψαμαν τ᾽ κιρασεˬὰ Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/