γκουχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκουχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκουχῶ Μακεδ. (Γρεβεν. Κοζ.) γκ᾽χῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκουχάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καστορ.) gουχάου Ἤπ. (Ἰωάνν.) κουχάου Ἤπ. (Κόνιτσ.) κουχίζω Πόντ. (Σινώπ.) κουχούζω Πόντ. κοχίζω Πόντ. (Ν. Πολίτ., Παροιμ. 1, 570) γκιχίζου Θεσσ. (Ἀρματολικ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς λ. γκούχ.
Σημασιολογία
Βήχω ἔνθ᾽ ἀν.: Τ᾽ ἔ᾿ς κὶ γκουχᾷς ἔτσ᾽; Ἥπ. (Ζαγόρ.) Gουχάει τ᾽ ἄλουγου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κουχοῦσι, κὶ τοὺ ξερατ᾽κὸ τὴ γερνοῦσι (ἔβηχε καὶ διὰ τοῦ ἐπερχομένου ἐμέτου ἀπηλλάσσετο τοῦ βῆχός, ἐπὶ κοκκύτου. γερνοῦσι = ἔγιαινε, ἐθεραπεύετο). || Παροιμ. Τ᾽ ἕναν κοχίζει καὶ τ᾽ ἄλλο φτύρκεται (= τὸ ἕνα βῆχει καὶ τὸ ἄλλο πταρνίζεται, ὅτι πάντα ἔχουσιν ἐλαττώματα) Πόντ. (Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν.) Συνών. βήχω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA