γράδωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράδωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράδωμα τό, Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Παππούλ.) γράδουμα Ἤπ. (Πάπιγκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γραδώνω.
Σημασιολογία
1) Γράδο 9, τὸ ὁπ. βλ. Ἤπ. (Πάπιγκ.) Πελοπν. (Κλουτσινοχ.): Τὸ βαγένι μου ἐσκαdαλίστη ᾽ς τὸ γράδωμα Κλουτσινοχ. 2) Ἡ εἰς τὸ ἀντίον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ ἑγλυφή, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει ἐπιμήκης ράβδος συγκρατοῦσα τὴν ἄκραν τοῦ στῆμονος κατὰ τὴν ὕφανσιν Πελοπν. (Παππούλ.). Συνών. γράδο 10, γράδωση 2, γκάρδιωμα 2, ποταμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA