γράδωση

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράδωση

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γράδωση ἡ, Εὔβ. (Κάρυστ. Κουρ. Λιχὰς) Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. (Παρθεν.) Μέγαρ. Ναύστ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Λίμπερδ. Μεσσην. Τριφυλ.) Σκῦρ. γράδωσ᾽ Λευκ. γράδουσ᾽ Ἁλόνν. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Πάπιγκ.) Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Ἰτέα)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γράδωσις. Διὰ τὴν ἐτυμολ. βλ. καὶ Π. Φουρίκ., Δεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 426-430.

Σημασιολογία

1) Γράδο 5, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., Ἁλόνν. Εὔβ. (Λιχὰς Στρόπον.) Ἤπ. (Πάπιγκ.) Θεσσ. (Πήλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Μακεδ. (Παρθεν.) Μέγαρ. Ναύστ. Πελοπν. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἰτέα): Φκε͜ιάσ᾽ τ᾽ γράδωσ᾽ βαθε͜ιά, νὰ μὴ σ᾽ φύβ᾽ ἡ φ᾽dωσὰ (= ἡ βάσις τοῦ βαρελίου) Λευκ. Προζυμώνουν τὴ γράδουσ᾽ Στρόπον. 2) Γράδωμα 2, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών, Εὔβ. (Κάρυστ. Κουρ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Μεσσην.): Ρίχνουνε νερὸ μέσα ᾽ς τὴ γράδωση τοῦ ἀντιˬοῦ Κάρυστ. 3) Πᾶσα διὰ τοῦ γραδωτηρίου(βλ. λ.) σχηματιζομένη αὖλαξ Μέγαρ. 4) Σχισμὴ πατώματος ἢ σανίδος Ζάκ. Κέρκ. 5) Ἡ ὁριζοντία θέσις Εὔβ. (Κάρυστ.): Ἡ κρεββατῖνα εἶναι ᾽ς τὴ γράδωση (ὀ ἀργαλειὸς εὑρίσκεται εἰς ὁριζοντίαν θέσιν, ἔχει καλῶς τοποθετηθῆ διὰ τὴν ὕφανσιν). Συνών. ἀλφαδιˬὰ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/