γραδωτήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραδωτήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραδωτήρι τό, Μέγαρ. Πελοπν. (Δυρράχ.) γραδωτήρ᾽ Στερελλ. (Λεβάδ.) γραδουτήρ᾽ Ἤπ. (Πάπιγκ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἰτέα) γραδ᾽τήρ᾽ Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γραδώνω.

Σημασιολογία

Ἐργαλεῖον τῶν βαρελοποιῶν, γλύφανον, διὰ τοῦ ὁποίου χαράσσουν τὴν ἑγκοπὴν εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἐπιμὴκων σανίδων τοῦ βαρελίου, ἴνα προσαρμοσθοῦν αἱ βάσεις αὐτοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Μὶ τοὺ γραδουτήρ᾽ φκε͜ιάνουμι τοὺ γράδου, γιˬὰ νὰ μποῦν τὰ φ᾽ντώματα (= αἱ ἐπίπεδοι βάσεις τοῦ βαρελίου) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἰτέα). Μὲ τοὺ γραδ᾽τήρ᾽ τὰ σκάβ᾽ οὑ βαρελᾶς τὰ βαρέλιˬα ᾽ς τὶς ἄκρες Εὔβ. (Στρόπον.) Συνών. γράδο 8, τζιναδόρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/