γκρὰν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρὰν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκρὰν ἐπίθ. σύνηθ. gρὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γρὰν Κέρκ. γράdος Κερκ. Παξ. Σύμ. γράντος Α. Ἀναργ., Σπετσιῶτ. 72 κράdας Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Οὐσ. γκράντο Παξ. γράdο Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grann συντετμημένου τύπ. τοῦ grande=μέγας. Οἱ μετὰ τῆς καταλ. -ος τύπ. κατὰ τὸ συνών. μεγάλος.
Σημασιολογία
1) Μέγας ἐπιφανής ἐνιαχ.: Γράdο ψάρι Σύμ. Τώρα τὸ λοιπὸ μᾶς κάνει τὸ γκράντονε (μᾶς κάνει τὸ μεγάλο) Παξ. Τοῦ ἀπέκοψε τὸ γράντο τσιμπούκι (τὸν πρωραῖον ἱστόν, περὶ τὸ ἱστιοφόρον) Α. Ἀνάργ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Τιθέμενον κυρίως ὑπὸ τὸν τύπον γκρὰν πρὸ ὡρισμένων λέξεων δεικνύει τὸν ἔχοντα μεγάλην ἰσχύν ἢ ἰδιότητά τινα εἰς μέγαν βαθμὸν σύνηθ.: Δὲ θὰ λογαριάσω οὔτε τὸ γκρὰν-πάπα τῆς Ρώμης, γιὰ νὰ καταφέρω ἐκεῖνο ποὺ θέλω Ἀθῆν ᾽Σ τὴν ἐξυπνάδα δὲ μοῦ βάνει χέρι οὔτε ὁ γκρὰν-πάπας Ζάκ. Ὁ gρὰ σινιˬόρης νὰ dὸ πῇ, δὲ ᾽ίνεται Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Gρὰνποδάρης (ὁ ἔχων μεγάλους πόδας) Κεφαλλ. Τὴν εἶδα μὲ gρὰ-dουαλέττα (προφανῶς κατὰ τὸ Γαλλ. en grande toi lette) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκρὰν-πρὶ (τὸ μέγα βραβεῖον) σύνηθ. 2) Ἐπιρρηματ., κατὰ τρόπον πολυτελῆ, ἐπὶ ἐνδυμασίας σύνηθ.: Εἶναι ντυμένος γκρὰν Ἀθῆν. Συνών. γκραντινοῦ. 3) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., μεγαλεῖον, ὑπερηφάνεια Παξ.: Σοῦ βαστάει ἕνα γκράντο, ποὺ πάει πάτεμα Παξ. Συνών. γραντέτσα Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Gράντες οἱ, (ὄν. νησίδων) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA