γκραντέτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκραντέτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκραντέτσα ἡ, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἐνετ. grαndezzα = μεγαλεῖον.

Σημασιολογία

Τὸ μεγαλεῖον, ἡ ὑπερηφάνεια. Συνών. γκράντο, τὸ ὁπ. βλ. εἰς λ. γκρὰν 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/