γραικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραικεύω ἀμάρτ. γρικεύου Μακεδ. (Βόλβ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. Γραικός.

Σημασιολογία

Ἀλλαζω πίστιν καὶ ἐθνικότητα καὶ γίνομαι Γραικός: Φρ. Τουρκεύου ἀλλὰ δὲ γρικεύου (φρ. τὴν ὁποίαν ἔλεγαν οὶ Βλάχοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μεγαλυτέραν συμπάθειαν πρὸς τοὺς Τούρκους παρὰ εἰς τοὺς Ἕλληνας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/