γραίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραίνω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Δρόπολ. Δωδών. Ἰωάνν. Κοκκιν. Κόνιτσ. Μαργαρ. Μέγα Περιστ. Ξηροβούν. Παραμυθ. Πάργ. Ριζοβ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. Φάρασ.) Κέρκ. Λευκ. Παξ. Πόντ. (Σινώπ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) - Κ. Θεοτόκ., Βιργ. Γεωργ., 76 γραίνου πολλαχ. βαρ ἰδιωμ. ἰγραίνου Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Ἐράτυρ. Σιάτ.) γράνω Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οίν. Ὄφ. Σούρμ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γράνου Μακεδ. (Χαλκιδ.) γρίνου Μακεδ. (Ἄσσηρ.) κράνω Καππ. (Φλογ.) Παρατ. κράνικα Καππ. (Φλογ.) Ἀόρ. ἕκρανα Καππ. (Φλογ.) γραναίνω Καππ. (Φάρασ.) Παρατ. γραναίνα Καππ. (Φάρασ.) γρανίζου Καππ. (Μισθ.) Παθ. γράσκουμαι Πόντ. (Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἀόρ. ἐγράστα Πόντ. (Ἴμερ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μετοχ. γρασμένος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ρ. γράω ἢ γραίνω = τρώγω, ροκανίζω.

Σημασιολογία

1) Διαλύω διὰ τῶν χειρῶν τὸ συνεστραμμένον ἔριον, ξαίνω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Βίτσ. Δρόπολ. Δωδών. Ἐλληνικ. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κοκκιν. Κόνιτσ. Κουκούλ. Μαργαρ. Μέγα Περιστ. Ξηροβούν. Παραμυθ. Πάργ. Πράμαντ. Ριζοβ. Τσαμαντ. Χουλιάρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Κακοπλεύρ. Κρυόβρ. Μελιβ. Μεταξοχώρ. Νερόμυλ. Πολυνέρ. Συκαμν κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ. Φλογ.) Κέρκ. Λευκ. Μακεδ. (Ἀρν. Ἄσσηρ. Βαρβάρ. Βελβ. Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Βροντ. Γαλατ. Δαμασκ. Δεσκάτ. Δρυμ Ἐράτυρ. Ζουπάν. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Μοσχοπόταμ. Σιάτ. Σταν. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Παξ. Στερελλ. (Σπάρτ. κ.ἀ.) Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔλα νὰ μὶ βουηθήῃς νὰ γράνουμι τοὺ μαλλὶ πὄπλυνα ἰπρουχτὲς Κουκούλ. Ἔγρανα ἕνα πουκάρ᾽ μαλλὶ κὶ τοὕκανα τ᾽λοῦπις (ποκάρι = ποσότης ἐρίου) Βίτσ. Ἰσὺ καλὰ τά ᾽γρανις τὰ μαλλιˬὰ κὶ ξιγνο͜ιάσ᾽κις Συκαμν. Τὰ μαλλιˬὰ τὰ γραίνουμι, μιτὰ θὰ τὰ πᾶς ᾽ς τοὺ λαναρείου, θὰ τὰ κά᾽ς τ᾽λούπα Νερόμυλ. Γραίνουμι καμπόσα μαλλιˬὰ νὰ φκε͜ιάσουμι μνιˬὰ βιλέντσα Ἀνατολ. Τὰ ᾽γραινέτι τὰ μαλλιˬὰ ἢ ἀκόμα; αὐτόθ. Τοὺ μαλλὶ τοὺ γραίνουμι, δηλαδὴ τοὺ καθαρίζουμι, βγάζουμι τ᾽ς κου᾽τσίδις, ὅ,τ᾽ ἔ᾽ μέσα, κὶ μιτὰ τοὺ λαναρίζουμι Σταν. Ἰγραμένου τοὺ μαλλὶ Βλάσ. Ἔγρανα νιˬὰ ζάκκα μαλλὶ (ζάκκα = σακκὶ) Καστορ. || Παροιμ. Ἔκατσα νὰ ξανασάνου | μὄδωκαν μαλλὶ νὰ γράνω (ἐπὶ τῶν ἐπὶ προσδοκίᾳ ἀναπαύσεως περιπιπτόντων είς πλείονα βάσανα) Ἑλληνικ. Γραίνουν μαλλὶ | κὶ τρῶν ψουμὶ (ὅτι, διὰ νὰ φάγῃς, πρέπει νὰ ἐργασθῇς) Μεταξοχώρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἅμα δὲν ἰγράντ᾽ς μαλλί δὲν ὑφαίντ᾽ς ᾽ς τοὺν ἀργαλε͜ιὸ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἐράτυρ. || Ποίημ. Γύρου τῆς ἔγραιναν μαλλὶ τῆς Μίλητος βαμμένο σὲ χορτασμένα βάμματα, πράσινα σὰν κρυστάλλι Κ. Θεοτόκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀναγραίνω, λαναρίζω, ξαίνω, ξεγραίνω. 2) Ἀναξύω, ἐπὶ γαλῆς ἑτοιμαζομένης νὰ κατακλιθῇ ἐπὶ μαλακοῦ μέρους καὶ διὰ τῶν ὀνύχων τῶν ἐμπροσθίων ποδῶν της ἐλαφρῶς ἀναξυούσης τὴν ἐπιφάνειαν Ἤπ. (Ἰωάνν.): Ἡ γάττα γραίνει 3) Παλαιώνω, φθείρω, καταστρέφω, ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὑποδημάτων Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐγράσταν τὰ λώματα μ᾽ (λώματα = ἐνδύματα) Ἴμερ. Ἐγὼ ᾽κὶ γράνω γλήγορα τὰ λώματα μ᾽ (ἐγὼ δὲν καταστρέφω γρήγορα τὰ ἐνδύματά μου) Χαλδ. Ἐγράστεν τὸ τσίτι μ᾽ (ἐφθάρη τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς μου) Σταυρ. Ἔγρασες τὴν τσόχα σ᾽ (ἔφθειρες τὸν ἐπενδύτη σου) Τραπ. Ἔγρασεν τὰ κάλτσας Τραπ. Ἐγράσταν τὰ κουντούρας-ι-μ᾽ (ἐχάλασαν τὰ ὑποδήματά μου) Τραπ. Μὴ τρέῃς ἄγ-κά᾽ καὶ γράσκουνται τὰ τάπουλας-ι-σ᾽ (μὴν τρέχῃς ἄνω καὶ κάτω καὶ φθείρονται τὰ ὑποδήματά σου) Χαλδ. || Φρ. Νὰ γράντ᾽ς ἀτὰ καὶ ἄλλα ίλ (νὰ φθείρης αὐτὰ καὶ ἄλλα χίλια, νὰ ζῆσῃς ἐπὶ μακρόν· εὐχή) Ὄφ. Τραπ. Χαρεμένα νὰ γράνῃς ἄτα (εὐχή πρὸς φέροντα νέα ἐνδύματα· μὲ ὑγείαν νὰ τὰ παλαιώσῃς) αὐτόθ. Νὰ μὴ γράντ᾽ς ἀτο (νὰ μὴν προφθάσης νὰ παλαιώσης αὐτό, νὰ ἀποθάνης· ἀρὰ) Τραπ. Χαλδ. ᾽Σ σὴ χαρὰ σ᾽ θὰ γράνω ἕναν ζευάρ᾽ παλαιτάρ᾽χα (είς τὸν γάμον σου θὰ χαλάσω ἕνα ζεῦγος παλιὰ τσαρούχια· λέγεται μετὰ χαριεντισμοῦ εἰς παιδίον τὸ ὁποῖον προτρέπομεν νὰ κάμη κἄτι) Χαλδ. || Παροιμ. φρ. Ἐφτὰ σάβανα ἔγρασεν (ἐπὶ τοῦ πολλάκις σωθέντος ἐκ. σοβαρῶν νόσων καὶ καταστάντος μακροβίου) Χαλδ. β) Καὶ ἀμτβ., φθείρομαι σωματικῶς Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. κ.ἀ.): Φρ. Νὰ σκάνῃς καὶ νὰ γράνῃς (νὰ σκάσῃς καὶ νὰ κομματιαστῇς, νὰ διαλυθῇς· ἀρὰ) Οίν. 4) Σκάπτω, σκαλίζω Πόντ. (Σινώπ.): Γραίνω τὸ χῶμα. Ἔγρανα τὸ μνῆμα. 5) Ἐρευνῶ, ζητῶ Πόντ. (Σινώπ.): Γράνε με (βύθισε τὰς χεῖρας σου εἰς τὰ θυλάκιά μου καὶ ἐρεύνησέ με). β) Μεταφ. ἐπὶ συζητήσεως, ἐρευνῶ μετὰ προσοχῆς τὰ λεγόμενα Ἤπ. (Παραμυθ.): Φρ. Ὅ,τι νὰ σοῦ εἰπῶ, μώρ᾽ κυρά, ἐσὺ τὴ γραί᾽ς τὴν κουβέντα. Ἡ μετοχ. 1) Συνεκδ., ὁ φέρων πεπαλαιωμένα ἐνδύματα Πόντ. (Κερασ.) 2) Ὁ ἀναιδὴς Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/