ἀπανωσάμαρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωσάμαρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπανωσάμαρα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀπανουσάμαρα Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Θεσσ. ἀπανωσόμαρα Σκῦρ. ’πανωσάμαρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’πανωσόμαρα Πελοπν. (Γέρμ.) ᾿πανουσάμαρα Εὔβ. (Ὄρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπανωσάμαρος ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. σαμάρι, παρ’ ὃ καὶ σομάρι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ σάγματος καὶ μεταξὺ τῶν ἑκατέρωθι πλευρικῶν βαρῶν ἔνθ’ ἀν.: Τὸ κοφίνι θὰ τὸ βάλω ’πανωσόμαρα Γέρμ. Ἔπεσε κουκ’λλωμενες ἀπανωσάμαρα ἀνάμεσα ’ς τὰ δυὸ ’μ’γόμιˬα (κουκ’λλωμένες=κουκουλλωμένος) Σκῦρ. || ᾌσμ. Εἶχε κιˬ ἀπανωσάμαρα σαράντα κολοκύθιˬα Ἤπ. Νὰ βάλου πέντι ἀποὺ μιρεˬὰ κὶ πέντι ἀποὺ τὴν ἄλλη κὶ πέντι ἀπανουσάμαρα νὰ γίνουν δικαπέντι Τζουμέρκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπανωγόμαρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/