γκρέμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρέμα

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γκρέμα ἄκλ. Ἤπ. - Λεξ. Βλαστ. 372.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ρέμα, μετὰ τοῦ ὁποίου συνεκφέρεται.

Σημασιολογία

Κρημνὸς ἔνθ᾽ ἀν Παροιμ. φρ. Ρέμα γκρέμα νὰ γίνουν! (συνών. μὲ τὴν ἀρχ. «γαῖα πυρὶ μειχθήτω») Ἤπ. Καὶ νὰ φύγω ρέμα καὶ νὰ κάτσω γκρέμα (συνών. μὲ τὴν μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα. ἐπὶ ἀναποφεὐκτου καταστροφῆς ἢ ἐπὶ διλήμματος) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/