γκρεμαδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμαδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμαδιˬάζω ἐνιαχ. γκριμαδιˬιάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γριμαδιˬάζω Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμάδα ἣ γκρεμάδι.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ ἀμτβ., καταπίπτω εἰς ἐρείπια ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μέσ., ρίπτομαι κατὰ κρημνῶν Ἤπ. (Τσαμαντ.): Γριμαδιˬάσου! (γκρεμοτσακίσου, ξεκουμπίσω, χάσου κ.τ.τ.) Συνών. γκρεμιδιˬάζω, γκρεμίζω, γκρεμοτσακίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA