ἀπάνωσε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάνωσε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπάνωσε ἐπίρρ. ἀπανοῦσε Τσακων. ἀπανοῦσι Ἄνδρ. ἀπανοῦσ’ Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρηματικοῦ προσχηματισμοῦ -σε.

Σημασιολογία

1) Πρὸς τὰ ἐπάνω, παρακελευσματικὸν κυρίως πρὸς τοὺς ὄνους καὶ ἡμιόνους Ἄνδρ. 2) Ἄνωθι, ἐπάνω Τσακων.: ᾿Εγράβα ἀπανοῦσε τ’ ὄνουμά μι (ἔγραψα ἐπάνω τὸ ὄνομά μου). Ἀπανοῦσε οὺ τζεράμου (ἐπάνω εἰς τὰ κεραμίδια). || Αἴνιγμ. Ἀπανοῦσε ἀπὸ τὰ τζέα μι νία καρδάρα ἔ᾿ κρεμαστὰ (ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπίτι μου μία καρδάρα εἶναι κρεμασμένη. Ἡ σελήνη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/