ἀπανωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπανωσιˬὰ ἡ, ἐπανωσὰ Θήρ. ἀπανωσιˬὰ ΓΨυχάρ. Ταξίδ. 3 12 ΚΠαρορ. Ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ. 71 –Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -σιˬά.
Σημασιολογία
Τὸ ἐπάνω μέρος, ἡ ἐπιφάνεια ἔνθ’ ἀν.: Ὅταν τὰ φέρῃς ’ς τὴν ἀπανωσιˬὰ τοῦ νεροῦ σκάνουνε ἀμέσως (ἐνν. τὰ ψάρια) ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Νερὰ ἀκούνητα δίχως τὴν παραμικρὴ ζαρωματιˬὰ ’ς τὴν ἀπανωσιˬά τους ΚΠαρορ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA