ἀπανωσκέπασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωσκέπασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωσκέπασμα τό, Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) ’πανουσκέπασμα Μακεδ. (Σιάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. σκέπασμα.

Σημασιολογία

1) Κάλυμμα τῆς κλίνης ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Στρῶμα ’χουνε τὴ μαύρη γῆς, προσκέφαλο μιˬὰ πέτρα καὶ γιˬ’ ἀπανωσκεπάσματα τοὺς πάγους καὶ τὰ χιˬόνιˬα Γορτυν. Φκε͜ιάνου στιφάνι ’ποὺ φλουρί, λαμπάδα ’ποῦ ἀσήμι κιˬ αὐτὸ τοὺ ’πανουσκέπασμα ὅλου μαργαριτάρι Σιάτ. Συνών. σκέπασμα. 2) Τὸ πρόσθετον κάλυμμα τῆς κλίνης Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πᾶρι κὶ ’πανουσκέπασμα νὰ μὴν κρυώῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/