βέβαιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέβαιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βέβαιος ἐπίθ. κοιν. βέβα͜ιος πολλαχ. βέβιος Πόντ. βέβιους βόρ. ἰδιώμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βέβαιος.
Σημασιολογία
1) Ἀναμφισβήτητος κοιν. καὶ Πόντ.: Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέγω εἴναι βέβαιο. || ᾎσμ. Γιˬὰ δὲς πῶς μ’ ἐκατήdησες κιˬ οὕλ’ οἱ γιˬατροὶ τὸ λένε πῶς ἔχω βέβαιο χτικιˬὸ κιˬ άζωdανὸ μὲ κλαίνε Κρήτ. β) Οὐδ οὐσ., ἡ βεβαιότης, τὸ ἀσφαλὲς κοιν.: Τὸ βέβαιο εἶναι πῶς αὐτὸς εἶναι ἀθῷος. 2) Ἀναπόφευκτος κοιν.: Βέβαιος θάνατος Βέβαια καταστροφή. 3) Πεπεισμένος κοιν.: Εἶμαι βέβαιος πῶς ἔτσι εἶναι. Εἶμαι βέβαιος πῶς αὐτὸς φταίει. Τὸ ἄκουσα, ἀλλὰ δὲν εἶμαι βέβαιος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA