βεβαιοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεβαιοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεβαιοσύνη ἡ, ΣΣκίπ. Ἀπέθαντ. 34.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βέβαιος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Βεβαιότης: Ποίημ. Καὶ μὲ φωνὴν ἄτρεμη καὶ ἤρεμη | ποῦ φανερώνει βεβαιοσύνη ’ς τὸ ρώτημά της ἀποκρίνουμαι | πρόθυμα καὶ μὲ καλωσύνη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/