βεβαιότητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεβαιότητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεβαιότητα ἡ, λόγ. σύνηθ. βιβα͜ιότητα Στερελλ. (Ἄμφ.) βεβαιότη ΓΞενοπ. Ἀφροδ. 216-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βεβαιότης.
Σημασιολογία
Πεποίθησις, πίστις εἴς τι ἔνθ’ ἀν.: Μιλῶ-ὑποστηρίζω κἄτι μὲ βεβαιότητα σύνηθ. Σιγὰ σιγὰ ἡ ὑποψία του ἔγινε σχεδὸν βεβαιότη ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA