βεβαιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεβαιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βεβαιώνω κοιν. βιβιγών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) βεβιώνω Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.) Κῶς Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. βεβαιῶ.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τι βέβαιον, πιστοποιῶ ἔνθ’ ἀν.: Βεβαιώνω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὰ μπορῶ-δὲ μπορῶ νὰ τὸ βεβαιώσω. Σὲ βεβαιώνω πῶς ἔτσι εἶναι. Οἱ μάρτυρες βεβαιώνουν τὰ λεγόμενά του. Θέλω νὰ βεβαιωθῶ γιὰ τὴν ἀλήθε͜ια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA