βεγγέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεγγέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεγγέρα ἡ, σύνηθ. βεgέρα Ἄνδρ. Θήρ. Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (Κινίδ. κ.ἀ) Πάρ. Σῦρ βιγγέρα βόρ. ἰδιώμ. βιgέρα Θρᾴκ. (Αἶν.) βετζέρα Ἄνδρ. Πάρ. (Λεῦκ.) φεgέρα Θήρ. φιγγέρα Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. veggheria. Τὸ φεgὲρα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. φέγγω.

Σημασιολογία

Νυκτερινὴ συγκέντρωσις κατ’ οἶκον πρὸς συνομιλίαν ἢ συνεργασίαν, ἐσπερίς ἔνθ’ ἀν.: Πάω ’ς τοῦ δεῖνα γιὰ βεγγέρα. ᾿Ελα νὰ κάνουμε βεγγέρα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσπερίδα 1, ἔτι δὲ βεγγερίτσα, ἑσπεροκάθισμα, νυχτέρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/