γραμματάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμματάκι, τό, κοιν. γραμματάτσι Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γραμματάτι Κορσ. γραμματσάκι Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) - Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ. 36 Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γράμμα.
Σημασιολογία
1) Διακόσμησις ἐκ κεντήματος εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ ἑορταστικοῦ ὑποκαμίσου τῶν γυναικῶν Α. Χατζημιχ., Ἑλλην. λαϊκ. τέχν., 121: Οἱ σκοῦτες ἔχουν ᾽ς τὸ κάτω μέρος γιˬὰ περιθώριο μικρὰ ἁπλᾶ κεντήματα καὶ παρακάτω τὸ μαῦρο γραμματάκι. 2) Μικρὸν γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου κοιν.: Εἶναι κἄτι γραμματάκιˬα, δὲν τὰ βγάζω, δὲν τὰ διˬαβάζω. Κάνει κἄτι γραμματάκιˬα σὰν ψεῖρες κοιν. Γράψε ὄμορφα γραμματσάκιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 3) Ἡ σύντομος ἐπιστολὴ σύνηθ.: Στεῖλε μου κἄνα γραμματάκι συνηθ. Ἔλα νὰ μοῦ κάνῃς ἕνα γραμματσάκι (κάνῃς = γράψης) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ᾽Σ τὴν ὑστεριˬὰ κάνει ἕνα γραμματσάκι καὶ τὸ δούδει τοῦ κοπελιˬοῦ νὰ τὸ πάῃ ᾽ς τὸ παλάτι (ἐκ παραμυθ.) Γ. Μαθιουδ., ἔνθ᾽ ᾽αν. Τὸ χθεσινό σου γραμματάκι μοῦ λέει πολλά, ἀλλὰ δὲ μοῦ ἐξηγεῖ τίποτα ἀπολύτως Γ. Ξενόπ., Μυστικ. ἀρραβῶν., 30 || Φρ. Τὸ πάει τὸ γραμματάκι (ἐπὶ γυναικός· εἶναι ἐπιρρεπὴς εἰς ἐρωτικὰς σχέσεις) πολλαχ. Συνών. φρ. Τὸ πάει τὸ γράμμα. Τὰ γραμματάκιˬα πᾶνε κ᾽ ἔρχονται (ἐπὶ συχνῆς ἀλληλογραφίας ἐρωτευμένων) πολλαχ. Τὰ γραμματάκιˬα συχνιˬάζουν κ᾽ ἔρχουνται (ἐπὶ ἡλικιωμένων ἀνθρώπων εἰς τοὺς ὁποίους ἐμφανίζονται διάφοροι σωματικαὶ ἐνοχλὴσεις, ὡς προειδοποιητικαὶ τρόπον τινὰ ἐπιστολαὶ τοῦ θανάτου) Σχινοῦσ. || ᾎσμ. Πήγαινε τὸ γραμματάκι μου εἰς τὴν καλὴ τὴν ὥρα καὶ φίλα τ᾽ ἀδερφάκι μου ᾽ς τὰ χείλη καί ᾽ς τὸ στόμα Θρᾴκ. (Κασταν.) 4) Κατὰ πληθ., γράμμα 9, τὸ ὁπ. βλ., κοιν.: Ξέρει καλὰ γραμματάκιˬα (εἶναι ἀρκετὰ μορφωμένος | κοιν. Μέ ᾽κεῖνα τὰ γραμματάκιˬα ποὺ ξέρει, κοιτάει νὰ ζήσῃ κοιν. Ἔμαθε δυˬὸ γραμματάκιˬα (ἔχει μικράν, κἄποιαν μόρφωσιν) κοιν. Μ᾽ ἔbεψε ὁ πατέρας μου ᾽ς τὸ σκολε͜ιὸ κ᾽ ἔμαθα μιˬὰν ἀράδα γραμματσάκιˬα (ἐμορφώθην ὀλίγον) Κρήτ. (Κίσ.) Αὐτός, εἶναι τὰ γραμματάκιˬα του καλὰ (εἶναι ἀρκούντως ἐγγράμματος) Σέριφ. Ἐκεῖ ἔμαθα μερικὰ περισσότερα γραμματάκιˬα Ι. Δραγούμ., Σαμοθρ 87. Ἂν τονὲ μαθαίνανε λίγα γραμματάκιˬα, ἔμπαινε πουθενὰ γραφιˬὰς κ᾽ ἔβγαζε τὸ ψωμί του Κ. Παρορ., Ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δειλ., 25. || Φρ. Εἶι ἁλατισμένους ἀποὺ γραμματάκιˬα (ὀλίγον μορφωμένος) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || ᾎσμ. Γιˬὰ τὰ μαῦρα της ματάκιˬα | ἔχασα τὰ γραμματάκιˬα Ψαρ. Ἐμένα οἱ γονῆδε μου τραγούδιˬα δὲ μοῦ μάθαν, μόνο μ᾽ ἐστείλαν ᾽ς τὰ σκολε͜ιὰ νὰ μάθω γραμματάτιˬα Κορσ. Συνών. γραμματούδι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA