βεγγεριστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεγγεριστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βεγγεριστὴς ὁ, ἀμάρτ. βερριστὴς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βεγγερίζω.
Σημασιολογία
Νυκτερινὸς ἐπισκέπτης: Ὅ,τι κ᾿ εἶχα σκοπὸ νὰ πέσω μὀdύχασι βεgεριστᾶδες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA