γραμματέας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματέας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γραμματέας ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γραμματεὺς.
Σημασιολογία
Ὁ γραμματεύς, ὁ δημόσιος ἢ ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος, ὁ ἐκτελῶν γραφικὴν ὑπηρεσίαν λόγ. κοιν.: Ὁ γραμματέας τῆς κοινότητας - τοῦ δικαστηρίου - τοῦ συλλόγου. Τὸν ἔχει - τὸν πῆρε γραμματέα του. Συνών. γραμματικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA