βεγγερίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεγγερίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεγγερίτσα ἡ, ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 153.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βεγγέρα καὶ τῆς καταλ. -ίτσα κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
Βεγγέρα, ὃ ἰδ.: Πήγαινε ’ς τὰ θέατρα, ’ς τοῖς βεγγερίτσες, καλνοῦσε καὶ τὴν καλνούσανε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA