γραμματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραμματίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ. Καστάν. Πραστ. Σίταιν.) γραμματίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γραμ-ματίζω Τῆλ. γραμμακίζου Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) γραμμακίχουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) γραμματίζω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μετοχ. γραμματισμένος κοιν. καὶ Καππ. (Φλογ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γραμματ᾽σμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γραμματιζούμενος κοιν. γραμ-ματιζ-ζούμενος Κῶς(Καρδάμ.) γραμματιζούμινους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γραμματ᾽ζούμινους Λέσβ. (Πάμφιλ.) Λῆμν. Μακεδ. (Πεντάπολ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γραμματιντζούμενος Σίφν. γραμματ᾽σούμινους Ἤπ. (Ἰωάνν.) γραμμαντ᾽ζούμινους Ἤπ. (Δωδών.) Στερελλ. (Ἀχυρ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. γραμματίζω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Κυριολ. καὶ μεταφ., σχεδιάζω ποικίλματα ἐπὶ ὑφάσματος, ζωγραφίζω Μακεδ. (Κοζ.) Ρόδ.: Γραμματίζω τὰ πλουμιˬὰ Ρόδ. || Ἆσμ. Ἀπόψι δὲν κοιμήθηκα κὶ σήμιρα νυστάζου γιˬὰ δυˬὸ ματούλιˬα παρδαλά, γιˬὰ δυˬὸ γραμματισμένα Κοζ. 2) Δαπανῶ καὶ φροντίζω διά τῆν μόρφωσιν τινος, μορφώνω τινὰ Ἤπ. Πελοπν. (Κλειτορ.) Πόντ. (Τραπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) Τσακων. (Πραστ.) Χίος: Γραμμάτισε τὸ παιδί του Κλειτορ. Γραμματίζ᾽νι τὰ πιδιˬὰ τώρα οὑ κόσμους Αἰτωλ. Τὰ γραμμάτισε τὰ παιδιˬά του μ᾽ ὅλη τὴ φτώχε͜ια Χίος. Ἐγὼ ἐγραμμάτ᾽σα σε κιˬ ἀτώρα ᾽κὶ ἀκούς με (ἐγὼ σοῦ ἔμαθα γράμματα καὶ τώρα δὲν μὲ ἀκούεις) Τραπ. Ὅα τὰ καμπζία σι σ᾽ ἐγραμμακίε (ὅλα τὰ παιδιά του τὰ μόρφωσε) Πραστ. Συνών. μορφώνω, σπουδάζω. Μετοχ., ὁ γνωρίζων γράμματα, ὁ πεπαιδευμένος κοιν. καὶ Καππ. (Φλογ.) Πόντ. (Κοτόωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Γραμματισμένος ἄνθρωπος - γραμματισμένη γυναῖκα - γραμμασμένο παιδὶ κοιν. Γραμματ᾽σμένου π᾽δὶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μὴ bάρῃς πιˬὸ γραμματισμένη γυναῖκα, γιˬατὶ θὰ σοῦ πῇ : σώπα σὺ νὰ μιλήσω ἐγὼ Κὺθηρ. Ἅμα πάρῃς γραμματισμένη γυναῖκα, θὰ σ᾽ ἔχῃ σήκω-κάτσε (= θα σὲ ὑποτάσσῃ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἀφοῦ ᾽σαι γραμματισμένος, δὲν βαστᾷς σαρακοστή;͵ Σέριφ. Γιˬὰ ἰδὲς ἐλόγου σ᾽, πού ᾽σι δὰ γραμματιζούμινους, νὰ ἰδοῦμ᾽ ξέρ᾽ς τίπουτις Στερελλ. (Παρνασσ.) Γύρ᾽σι ᾽ς τοῦ χουριˬὸ τρανὸς κὶ γραμματ᾽σμένους Μακεδ. (Θεσσαλον.) || Φρ. Γραμματισμένος ἄνθρωπος (εἰρωνικῶς) κοιν. Ἐσεῖς οἱ γραμματιντζούμενοι θὰ χαλάσετε τὸν κόσμο Σίφν. Ὁ κόσμος ἀς σοὶ γραμματισμέντζ θὰ δβαίν᾽ (ὁ κόσμος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους θά χαλάσῃ· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Χαλδ. Θὰ μᾶς χαλάσῃ ὁ Θεὸς ᾽πὸ τοὺς γραμματισμένους Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Γνωμ. Ὅταν μιλοῦν οἱ νοικοκυροί, νὰ σωπαίνουν οἱ γραμματισμένοι (ὅτι ὁ πρακτικὸς ἄνθρωπος ἐκτιμᾷ καλύτερον τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν ἔχοντα θεωρητικὴν μόρφωσιν) Σάμ. || ᾎσμ. Βλαχούλα δὲν παντρεύεται, τοπάνη ἄντρα νὰ πάρῃ, θὰ πάρῃ παππαδόπουλο, πού ᾽ναι γραμματισμένο Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Γιˬατ᾽ εἶν᾽ ἀπ᾽ ὅλες ὄμορφη τσ᾽ ἀπ᾽ ὅλες προκομμένη τσαὶ ᾽ς τὸ σκολε͜ιὸ ἐπήαινε τσ᾽ εἶναι γραμματισμένη Θήρ. (Οἴα). Καὶ τί τ-ραούδγιˬα νὰ σοῦ πῶ, ποὺ ᾽σαι γραμ-ματισμένος Τῆλ. Ἕνας νιˬός, ᾽να παλληκάρι | σὰν τ᾽ ἀστρί, σὰν τὸ φεγγάρι, μὰ ἦταν καὶ γραμματισμένος, | ᾽ς τὴν ἀγάπη μπερδεμένος Πελοπν. (Σκορτσιν.) Μέσα ᾽ς τὴν κούνιˬα κάθεσαι σὰμ Παναγιˬὰ γραμ-μένη, πού ᾽ρκουνdαι καὶ σὲ προσκυνοῦν οὕλ-λ᾽ οἱ γραμ-ματι-σμένοι Κῶς (Πυλ.) Ἡ σημ. τῆς μετοχ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Χρον. Μορ. Η στ. 7535 (ἔκδ. J. Schmitt) «ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, καλὰ γραμματισμένος» καὶ Μαχαιρ. (ἕκδ. R. Dawkins) 1, 616 «ὁποῖος ἦτον δυνατὸς καὶ πολλά γραμματισμένος» καὶ Ἐρωτόκρ. Γ 1607 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «καλὰ καὶ νά ᾽τον φρόνιμη, πολλὰ γραμματισμένη». Συνών. βιβλιˬᾶνος. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐπαναλαμβάνω πολλάκις λέξιν κατὰ γράμμα Α. Μωραϊτίδ., Διηγ. 2, 122: Τί γράμμα καὶ ξέγραμμα, παππᾶ Νικόλα! Πᾶνε ὀχτὼ χρόνιˬα τώρα καὶ ἡ αἰδεσιμότης σου κάθεσαι καὶ μοῦ γραμματίζεις. 2) Ἐκπαιδεὺομαι, μορφώνομαι Ἰων. (Ἀλάτσατ.): Εἶπα, τὸ παιδί μου τοὐλάχιστο νὰ γραμματίσῃ (νὰ μάθῃ γράμματα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/