γκρεμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκρεμίζω, κριμνίζου Λέσβ. κριμνῶ Λέσβ. κρεμίζω Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) κριμίζου Θρᾴκ. (Αἶν. Καβακλ.) Καππ. (Σινασσ.) κρεμ-μίζω Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Χίος κρεμ-μίζ-ζω Χίος (Καρδάμ.) κρεμ-μῶ Κύπρ. κρεμάου Μακεδ. (Κοζ.) κρεμίω Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ.) γκρεμνίζω σύνηθ. gρεμνίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σέριφ. gρεμ᾽ζῶ Πάρ. (Λεῦκ.) γκριμνίζου Μακεδ. (Κοζ.) γκρεμνίτζω Σίφν. γκρεμνῶ ΠΙροπ. (Ἀρτάκ.) - Λεξ. Βυζ. Δημητρ. gρεμνῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων.) γκριμνῶ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ. ) gριμνῶ Σάμ. γκρεμνάω Προπ. (Μαρμαρ.) γρεμνίζω Κρητ. - Λεξ. Μπριγκ γρεμνῶ Νάξ. γκρεμίζω κοιν. γκριμίζου Εὔβ. (Στροπον.) Ἤπ. (Μελιγγ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) γκρεμίζω᾽ μα Τσακων. (Χαβουτσ.) gρεμίζω Ἄνδρ. Θηρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) κ.ἀ. gρεμίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) gρεμ᾽ζῶ Πάρ. (Λεῦκ.) γκρεμ-μίζω Ἀμοργ. Μεγίστ. Νίσυρ. gρεμ-μίζ-ζω Κάλυμν. Κῶς (Καρδάμ.) κ.ἀ. νgρεμ-μίζ-ζω Κῶς Ρόδ. gρεμ-μῶ Σύμ. νgρεμ-μῶ Ρόδ. γκρεμῶ Θρᾴκ. (Κερασ.) Πάτμ. Χίος (Βρον.) gρεμῶ -Λεξ. Δημητρ. γκριμῶ Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Δεσκάτ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κριμίζου Μακεδ.(Ἐράτυρ.) γκρεμάω Λεξ. Δημητρ. gρεμάω Μέγαρ. γκριμάου Ἤπ. (Δωδών. κ.ἀ.) ἁgρεμίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀgρεμίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἀν-gρεμ-μίζζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνgριμ-μίζ-ζου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐγκρεμ-μίζω Ἰκαρ ἐγκρεμνίζω Λεξ. Μπριγκ. γρεμίζω Κρήτ. Πελοπν. (Καλάμ. Μάν.) γκριμ-μοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) γκρενίχου Τσακων. γκρενίζουρ ἔνι Τσακων. γριμμίνου Λύκ. (Λιβύσσ.) gρεμάζω Θρᾴκ. (Μετρ. Τσακίλ.) Ἀόρ. ἐκρέμισα Πόντ. ἐκρέμπ᾽σα Πόντ. (Τραπ.) γκρέμb᾽σα Καππ. (Φάρασ.) ἐκρέμιξα Πόντ. (Χαλδ.) ἐγκρενία Τσακων. ἀνgέμμια Καλαβρ. (Μπόβ.) Παθ. gρεμιˬέμαι Σάμ. Κρεμίγουμαι Πόντ. (Χαλδ.) κρεμίουμαι Πόντ. (Ἴμερ.) κρεμίσκουμαι Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) κρεμιˬέζομαι Καππ. (Φάρασ.) ἀνgρεμ-μίdζο-μαι Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. κρεμιγμένος Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) ἀνgρεμ-μιμένο Καλαβρ. (Μπόβ.) γκρενιστὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. κρημνίζω. Κατὰ τὸν Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 4 (1892), 472, τὸ ε τοῦ γκρεμίζω ἐκ τοῦ κρεμῶ-άζω-ομαι. Ὁ φθόγγος γκ (g) ἐκ τοῦ γκρεμός, διὰ τῆς αἰτιατ. τὸν κρεμό. Οἱ τύπ. κρεμνίζω, ὅθεν κριμνίζου καὶ γκρεμνίζω καὶ Βυζαντ. Βλ. Ε. Κριαρᾶ, Λεξ. Μεσ., τόμ 4, 298 κ.ἑ. Ὁ τύπ. γρεμίζω καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ἐνεργ. μετβ., κατακρημνίζω, καταρρίπτω τινὰ ἢ τι ἀπὸ ὕψους σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὁ ἀέρας γκρεμίζει τὰ κίτρινα φύλλα τῶν δέντρων Ἀθῆν. Ἀπὸ ᾽να δῶμα τὸ gρεμίσανε τὸ παιδὶ κ᾿ ἐπόμεινε ᾽ς τὸ dόπο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐκρέμπ᾽σαν ἀτον ᾽ς σὴν θάλασσαν Πόντ. (Σταυρ.) Ἐφρενίασεν ὁ ἄπ-παρος κ᾽ ἐκρέμ-μισέμ-με Κύπρ. Ἅμα ἰδῇς τοὺ γ᾽μάρ᾽ νὰ ταλαφτιˬάζιτι, ἀμπήδα κάτ᾽, γιˬατ᾽ θὰ προυγκήσ᾽ κὶ θὰ σὶ γκριμίσ᾽ (ταλαφτιˬάζιτι = ὑψώνει τὰ ὦτα) Θεσσ. (Δομοκ.) Ρίχτου λίγου ἄμμου κὶ γκρέμ᾽σα χίλιˬα καρύδιˬα (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Τόνε gρέμισε κάτω τὴ σκάλα Ἄνδρ. || Παροιμ. Ὅταν σὲ γκρεμίσῃ τ᾽ ἄλογο, τραύα τὸ καπίστρι (ὑπόμενε καρτερικῶς τὰ τῆς τύχης) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 676. || ᾌσμ. Νά ᾽ταν βουνόν, ἐνgρέμουν το, δέντρο, ξερρίζωνά το Ρόδ. Ἡ γλῶσσα δούδει τὴν τιμή, κι ὁ νοῦς τήν-ε πρεπίζει κ᾽ ἡ γλῶσσα dου τὸν ἄθρωπο στυλώνει γ-ἢ gρεμίζει Κρήτ. (Μόδ.) || Ποίημ. Κ ᾽ ἐγκρεμίζαν παλληκάριˬα | τοῦ γκρεμοῦ ἀπὸ τὴν κορφὴ Δ. Σολωμ 58. β) Ἐπὶ οἰκοδομημάτων, δένδρων, στύλων κ.τ.τ., κατεδαφίζω, ἐκριζῶ, ρίπτω κατὰ γῆς ἐν γένει κοιν.: Θὰ γκρεμίσω τὸ σπίτι, νὰ τὸ κάμω καινούργιˬο. Γκρεμίζω τοῖχο – μάντρα κοιν. Θὰ γκρεμίσετε τὸ σπίτι μὲ τὰ πηδήματα Ἀθῆν. Τὸ σπίτι μας ἐgρέμ-μισεμ ᾽πὸ τὸ σ-σεισμὸν Κῶς (Καρδάμ.) Gρεμάω τὸ παλιˬοαχούρι Μέγαρ. Κρεμ-μίζω ἕναν κάστρο Κύπρ. Πουλᾶμε κιˬ ἀγοράζομε καὶ χτίζομε καὶ γκρεμᾶμε (ἐκ διηγ.) Θρᾴκ. (Κερασ.) Γκρέμ᾽σα καμπόσις ἀχλάδις Εὔβ. (Στρόπον.) Σήμιρα γκρέμ᾽ζα ᾽λιˬὲς ᾽ς τ᾽ Μαράθ᾽ Θεσσ.(Πήλ.) Ἄνεμος ἐκρέμισε τὸ δεντρὸ Πόντ. (Ὄφ.) Σὲ gρεμνίζει ὁ ἀγέρας ἐδῶ πέρα Κύθηρ. Δυˬὸ κουλόνις μέσα ᾽ς πουτάμ᾽ τὴ μιˬὰ τ᾽ γκρέμ᾽σι τοὺ νιρὸ Μακεδ. (Κοζ.) || ᾌσμ. Πέντε ποντικοὶ βαρβᾶτοι | μοῦ γκρεμνίσαν τὸ κρεββάτι Ἤπ. Εἶδα κὶ τὰ μικρὰ πιδιˬὰ ᾽ς τὴ λάσπη κυλημένα, εἶδα καλοὺς κὶ προυιστοὺς σὰμ bόρτις γκριμισμένις (μοιρολ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Γιˬὰ πίσου-πίσου, σταυραιˬτέ, κὶ μὴ μὶ τρουγυριάζῃς, μὴ μοῦ χαλάσῃς τ᾽ ἄνθη μου, γκριμίσῃς τοὺν καρπό μου Ἤπ. (Κόνιτσ.) γ) Ρίπτω, ἀπορρίπτω κατὰ γῆς Ἤπ. (Δωδών.) Θρᾴκ. (Κεσάν. Σουφλ.) Πόντ. (Ὄφ Χαλδ. κ.ἀ.) Γκρέμισα τὸ μαντήλι μου Κεσάν. Ἐφοβέθα, τὰ παράδς ἐκρέμνα καὶ ἔφυγα (ἐφοβήθην, ἔρριψα τὰ χρήματα..., ἐκ παραμυθ.) Ὄφ. Ὁ δεσπότης ἐκρέμ᾽πσεν ἕναν λίραν ᾿ς σὸ δίσκον Χαλδ. Νὰ τὰ γκριμνᾶτι τὰ παραμάσκαλα, κιˬ ἀδυνατίζουν τὸ κλῆμα (παραμάσκαλα = μικροὶ πλάγιοι βλαστοὶ) Σουφλ. || ᾎσμ. Ἀνάθεμα π᾿ ἐκρέμιζεν τὸ μῆλον ᾽ς σὸ πεγάδιν Πόντ. δ) Ἐπὶ ὄρνιθος, τίκτω Πόντ. (Κερασ.): Ἡ κοσσάρα ἐκρέμιξεν ὠβγὸν (ἡ κόττα ἐγέννησε ἀβγό). 2) Ἐνεργ. ἀμτβ., κατακρημνίζομαι ἀπό τινος ὕψους Κύπρ. Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Χίος (Βροντ.) κ.ἀ. Gρεμνῶdας καὶ πααίνοdας κάτω ᾽χασα τὸ gόσμο Ἀπύρανθ. Ἤπεσα ἀπὸ τὰ γκρεμνά, ἠγκρέμνισα καὶ ᾽σκοτώθηκα (ἐτραυματίσθην) Σίφν. Ἄμ-μὰ ἔν᾽ ἄκρα τ᾽ ἔν᾽-νὰ κρεμμίσωμε (εἶναι ἄκρα, χεῖλος κρημνοῦ, καὶ θὰ κατακρημνισθῶμεν) Κύπρ. Μουρέ, μὰ ᾽ς τὰ φονόgρεμνα κεῖνα πᾶς; θὰ gρεμνίσῃς, νὰ ᾽ενῇς χίλιˬα κομμάθια! Ἀπύρανθ. Ἐπῆεν νὰ κόψῃ σῦκα κ᾽ ἐgρέμισεν ἀπ-πάνω ἀποὺ τὴν συκιˬὰ Σύμ. Gρέμ᾽σα ἀπ᾽ τοὺ bλάρ᾽ - τοῦ δέdρου - τὴ bέτρα Χαλκιδ. Gρέμισα ἀπὸ τὸ δῶμα Φιλότ. || Φρ. Ἀπὸ κακὸ γρεμὸ νὰ γρεμίσῃς! (ἀρὰ) Μάν. || Παροιμ. φρ. Ἀλλοῦ γκρεμᾷ ὁ καλόγερος | κιˬ ἀλλοῦ γκρεμοῦν τὰ ροῦχα του. (ἐπὶ ἀκαταστασίας) Βροντ. Συνών. φρ. Ἀλλοῦ ὁ παππᾶς κιˬ ἀλλοῦ τὰ ράσα του. Ὅπο͜ιος βιάζεται γρεμνάει Μαρμαρ. Ἡ παροιμ. φρ. εἰς παραλλαγ. Πολλαχ. Συνών. φρ. Ὅπο͜ιος βιˬάζεται σκοντάφτει || ᾌσμ. Ὅdεν ἐψυχομάχησες, ἢσβησεν τὸ φεgάρι κιˬ ὁ πάτανος ἐgρέμνισε, γιˬατ᾽ ἤσουν παλληκάρι Ἀπύρανθ. Παππᾶς τὸ εἶδεν τζ᾽ ἔλαβεν, διˬάκος τ᾽ ἐπρουμουτ-τίστην, ὡς τ᾽ ό ἅι-Πίσκοπος κρεμ-μᾷ ᾽ποὺ τὸ θρονίν του Κύπρ. β) Ἐρειποῦμαι, καταπίπτω εἰς ἐρείπια Θρᾴκ. (Πλάγ. Τσακίλ.) Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Φιλότ.) Προπ. (Μαρμαρ.) κ.ἀ. Gρέμισε τὸ dουβάρι Φιλότ. Τὸ λουτρὸ δὲν κρατοῦσε, ἡ στέγη γκρεμοῦσε Πλαγ. Ἅμα γέν᾽dανε σαράdα τὰ σπίτια, gρέμναε τὸ ἕνα Μαρμαρ. Ὅλη μέρα θεμέλιˬωναν καὶ τὸ βράδυ gρεμνοῦσε Χαλκιδ. Ἐγρέμ-μισεν ἡ ἐμbολὰ τσ᾿ ἐπλάκωσεν dὸν Ἀνdώνη τῆς Μαργιˬᾶς (ἐμbολὰ = ὑπόγειος στοὰ ὀρυχείου) Κῶς γ) Προσκρούων εὶς ἐμπόδιον πίπτω κατὰ γῆς καὶ τραυματίζομαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐgρέμνισε καὶ καλοgρέμνισε gιˬόλα. 3) Μέσ. ἀμτβ., κατακρημνίζομαι, ρίπτομαι ἀπὸ ὕψους κοιν.: Γκριμί᾽κ᾽ ἀποὺ τοὺ μb᾽λάρ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γκρεμνίζεται κάτω ᾽ς τὴ θάλασσα καὶ τὸ φέραν σκοτωμένο Προπ. (Καλόλιμν.) Ἡ ἀλεποὺ ἀπὸ τὸ φόβο σι ἐνgρενίστε ὰ θά᾽σσα (ἐκρημνίσθη εἰς τὴν θάλασσαν) Τσακων. Τὸ νερὸ gρεμνίζεται μέσ᾽ ᾽ς τὸ σπαράμι (= αὔλακα πρὸ τῆς δεξαμενῆς) || Παροιμ. Ποὺ γκρεμιστῇ καὶ σκοτωθῇ κακοῖ θανάτου πάει (ὁ βίαιος θάνατος εἶναι σκληρὸς) Ν. Πολίτ Παροιμ, 3, 676. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Αἰνίγμ. Ἀπὸ ψηλὰ γκρεμίζεται, | πέφτει καὶ δὲ ραγίζεται (ἡ βροχὴ) Θρᾴκ. (Κασταν.) Βαχτυλίδι πύρινο, πύρινο, τριπύρινο ἀπὸ κρεμ-μὸ κρεμ-μίντζεται καὶ πέφτει κιˬ ἒρ ραΐντζεται (τὸ φίδι˙ βαχτυλίδι = δαχτυλίδι) Κάρπ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Βουνά μου, δὲν γκριμνίζιστι, ἰμένα γιˬὰ νὰ θάψ᾽τι, γιˬὰ νὰ μὴ δῶ τὸ γιˬόκα μου, ποὺ θὰ τοὺν πάρουν σκλάβου Μακεδ. (Κοζ.) Κάνω νὰ τὸν καταραστῶ τσαὶ πάλε τὸν λυποῦμαι, ἀπὸ ψηλὰ νὰ γκρεμιστῇ τσαὶ χαμηλὰ νὰ πέσῃ Μεγίστ. Καὶ κάτω ἐκριμνίστην κ᾽ ἐσκοτώθηκε Καππ. (Σινασσ.) Ἐγιˬ᾽ ἀγαπῶ τὲς ὄμορφες τ᾽ οἱ ἄνοστες μισοῦμ-με, νὰ μ᾽ εὕρουμ πάνω ᾽ς τὸν γκρεμ-μὸν κουντοῦμ-με ταὶ κρεμ-μοῦμ-με Κύπρ. Ἀποὺ γκριμνοὺς γκριμίζιτι, σὶ περιβόλ᾽ μπαί᾽ Στερελλ. (Ἀράχ.) Γιφύριν-ἰστιργιˬώνανι ᾽ς τῆς Ἄρτας τοὺ πουτάμι, οὑλημερὶς τοὺ χτίζαι, τοὺ βράδυ ἰγκριμιζέταν Στερελλ. (Κολάκ.) ᾽Σ τὴ Τζήρε͜ια βγαίνει ἕνας καπνὸς, σὰν τί καπνὸς νά ᾽ν᾽ κεῖνος, μήνα ἡ Τζήρε͜ια καίγεται, μὴν ὁ Χελμὸς γκρεμιˬέται; Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Πβ. καὶ Συναξάρ. Γαδάρ. στ. 330 (ἔκδ., Wagner σ.121) «Ἐγύρεψεν καὶ μὲ πολλὰ μη νὰ μὲ κουκουδώση | πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου | ἔσωσάν με κ᾽ ἐγκρεμνίστηκα ᾽ς τὴν θάλασσαν ἀπέσω». β) Πίπτων κατὰ γῆς τραυματίζομαι Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θρᾴκ. (Σκόπ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κεφαλλ. Κάλυμν. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἀμισ.): Ὅdες ἢμου κ᾽ ἐ᾽ὼ πιˬὸ μικρός, ὅον ἐgρέμνου, ὅο σπασμένη ᾽τον ἡ κεφαλή μου Ἀπύρανθ. Ἠπάαιν-νε ᾽ς τόδ-δρόμον τζ᾽ ἠgρεμ-μίστη Κάλυμν. Ἐgρεμ-μίστην ἡ ἀιλ-λιˬὰ τσ᾽ ἢσπασεν dὸμ-πούαν dης (ἀιλ-λιˬὰ = ἀγελὰς) Κῶς. Γλίστρησι τοὺ πιδὶ κὶ gριμίστ᾽κι Σκόπ. ᾽Φότι πορπάτεινε, ἔγλεψε κ᾽ ἐκρεμίστη (᾽φότι = ἐνῷ, ἔγλεψε = ὠλίσθησε) Ἀμισ. Ἐδιˬάης πάλι κ᾽ ἐgρεμίστης, ποὺ νὰ σὲ φά᾽ dὰ gρεμνά! Ἀπύρανθ. Ἡ βουθουλεία ἔνgρεμ-μίστη ᾽ς τὸ ρυάκι (βουθουλεία = ἀγελὰς) Μπόβ. || Γνωμ. Ὁ χοῖρος ὅτα gρεμιστῇ, μαχαίρι σοῦ φωνάζει (ὅταν τραυματισθῆ ὁ χοῖρος, πρέπει νὰ σφαγῇ, διότι ἄλλως δὲν θεραπεύεται καὶ θ᾽ ἀποθάνη) Κεφαλλ. Ὅπο͜ιος στραβὰ πατεῖ, πέφτει καὶ γκρεμίζεται ἀγν. τόπ. Πβ. Μαχαιρ 1,66 (ἔκδ. R. Dawkins); «καὶ ἐκρέμμισεν ὁ παιδίος καὶ ἐτζακίστην τὸ πόδιν του». γ) Ἀποβάλλω, ἐπὶ ἐγκύου Πόντ. (Ἰνέπ.): Ἐκρεμ-μίστε (ἀπέβαλε). β) Ἐνεργ. ἢ μέσ., κατακρημνίζομαι ἑκουσίως, αὐτοκτονῶ Ἤπ. (Μαργαρ.) Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Σίφν. Τῆλ.: Gρεμνῶ καλύτερα κι ὄχι νὰ τὸν ἐπάρω ᾽φτὸ ποὺ μοῦ λέτε Ἀπύρανθ. ᾽Ποὺ τὴν ἀπερπισίαν του ἐπῆεν τ᾽ ἐκρέμ-μισεν ᾽ποὺ τὸν κρεμ-μὸν Κύπρ. Καὶ τότες ἡ ρήαινα ἐκρεμ-μί- στην ᾽που τὸ παραθύριν αὐτόθ. || Φρ. Ἀγαπᾷ με ποὺ gρεμνᾷ Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Κιˬ ὁ νιˬὸς ἀπὸ τὴμ bίκχραν dου πάει γιˬὰ νὰ γκρεμ-μίσῃ Τῆλ. Κεῖνον τὸ μαυρογέρημον ἔθελεν τὸ κακόν της καὶ διὰ μιˬᾶς ἐκρέμ-μισεν καρσὶν τῶν ἀμ-μαθκιˬῶν της Κύπρ. Μάννα μ᾽, ἂν γκρεμιστῇς ἐσύ, γκρεμιˬέτ᾽ ὁ κόσμος ὅλος Σμύρν. Φέρ᾽τε μαχαίρι νὰ σφαῶ, γκρεμνόν, γιˬὰ νὰ γκρεμίσω καὶ πέτρες νὰ κακοδαρτῶ, ν᾽ ἀδικοθανατίσω Νίσυρ. Ποῦ ᾽ναι gρεμός, νὰ gρεμιστῶ, ποῦ ᾽ναι φωτιˬά, νὰ δώσω, πού ᾽ναι μαχαίρι, νά σφαῶ, νὰ κακοθανατίσω; Κρήτ. Ἡ μάννα σου κ᾽ ἡ μάννα μου νὰ πᾶ᾽ νὰ gρεμιστοῦνε κ᾽ ἐμεῖς τὰ καλορρίζικα νὰ σφιχταgαλιˬαστοῦμε. Ἀργυρᾶδ. Πβ. Συναξάρ. γαδάρ., στ. 320 (ἔκδ. Wagner σ. 121): «Ἡ ἀλουπού τὸ νὰ ἰδῆ τὴν ἀπειλὴν ἐκείνην, (ἐκρὴμνισεν καὶ ἔδωκεν εἰς τὴν θάλασσαν ἀπέσω». Β) Μεταφ. 1) Καταβαραθρώνω, καταστρέφω ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, ἐξολοθρεύω συνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μ᾽ τοὺ γκρεμισι τοὺ σπίτ᾽ ἡ ᾽ναῖκα μ᾽ (διὰ τῆς σπατάλης ἢ τῆς κακῆς διαγωγῆς αὐτῆς) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔγραψε ᾽ς τὸν ἀδερφό της νὰ ᾽ρτῃ νὰ τὴν ἐgρεμίσῃ, ποὺ τοῦ λέρωνε τ᾽ ὄνομα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἐgρέμ-μισέν το τὸ παιδὶν (νυμφεύσας αὐτὸ μετ᾽ ἀναξίας κόρης) Σύμ. Ἐγκρέμπ᾽σεν ἐμὲν κ᾿ ἐκράτεσεν ἐκεῖνον (παρηγκώνισε...καὶ ὑπεστηριξε...) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Ἐgρέμ-μισέν το τὸ πρᾶμαν του (τὸ ἐπώλησεν εἰς ἐξευτελιστικὴν τιμὴν) Σύμ. Μετ᾽ ἀτὸ τὸν λόγον ντὸ εἶπες, ἐκρέματσες με μικρὸν (μὲ παρουσίασες μηδαμινόν, εὐτελῆ) Πόντ. (Χαλδ.) Ἐκεῖ ποὺ γκρεμίστηκε αὐτὸς δὲ σηκώνεται τώρα (ἐπὶ χρεωκοπήσαντος) Ἀθῆν Μοῦ λὲς πράματα ποὺ ἔπρεπε νὰ πῇς προτοῦ μᾶς γκρεμίσουνε τὰ χρόνια Δ. Μπόγρ. Δράκαινα, 26 Γιˬὰ νὰ γκρεμιστῇς, οὕλα τὰ ἐξαναγύρισες (διὰ τῆς χρεωκοπίας σου ἀνεστάτωσες τὸ πᾶν) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3, 676 || Φρ. Νὰ σὶ γκριμίσ᾽ οὑ λύκ᾽ς! (ἀρὰ εἰς ἀτίθασον ζῷον) || Παροιμ. Ἕνας δὲν ἠμίλειε καὶ πῆαν νὰ τὸν ἐgρεμίσου (ἐπὶ τῶν μὴ μετὰ σθένους διεκδικούντων τὸ δίκαιόν των) Θήρ. Γκριμισμένους κὶ καραβοτσα᾽σμένους ἀδέρφιˬα εἶι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ οὑμόνο͜ια χτίζει σπίτι κι ἡ γκρίνιˬα τοὺ γκριμίζ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Γνωμ. Ὅπου ἡ μοῖρα ᾽ς τὰ ψηλὰ τὸν ἄθρωπο καθίζει, τόσο καὶ πιˬότερα πονεῖ, ὅdε τὸν ἐgρεμίζει Κρήτ. Πβ. Ἐρωτόκρ. Δ 630 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδίδ.) Ἀδικουχτισμένου σπίτι (πέφτει κὶ γκριμίζιτι Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Ὅπου τοῦ μέλλει νὰ πνιγῇ ποτέ του δὲ gρεμιˬέται («τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον») Πελοπν. (Οἴτυλ.) || ᾎσμ. Ὁ ἔρωτας εἶν᾿ ἄπιστος καὶ τσὶ καρδιˬὲς ραγίζει, τσὶ φρόνιμοι κάνει λωλοὶ καὶ τσὶ λωλοὶ γκρεμίζει Ἰων. (Κρὴν.) Ἔρθει ἀντάρα καὶ σεισμός, συναργαρὶν χαλάζιν, ἄλλους ψηλὰ ἐκρέμιξεν, ἄλλους ᾽ς σὰ χαμελίας (ἦλθεν... σφοδρὰ χάλαζα...) Πόντ. (Χαλδ.) Ἐσύ ᾽σαι πολλ᾽ ἄρρωστος καὶ πολλὰ κρεμιγμένος, ἂς ἀκλοθῇ σ᾽ ἡ ἀδερφή σ᾽ μὲ τὸ σταμνὶν ᾽ς σὸ χέριν ἀτ᾽ς Πόντ. (Σταυρ.) || Ποίημ. Καὶ θὲς ὀρθὸς ᾽ς τὰ πόδιˬα του νὰ στέκῃ ἐκεῖνος, ὅπου γκρέμισε τὴν πατρίδα μας μέσ᾽ ᾽ς τῆς σκλαβιˬᾶς τὸν ᾍδη; Σ. Περεσιάδ., Χορ. Ζαλόγγ., 68. β) Ἀπορρίπτω, ἐγκαταλείπω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐποίκεν παιδία κ᾽ ἐκρέμπ᾽σεν ἀτὰ ᾽ς ἐμὲν ἀπάν᾽ (τὸν ἐγκατέλειψεν εἰς τὴν φροντίδα μου) Κερασ. Ἐκρέμ᾽σα τὴν τέχνη μ᾽ (τὴν ἐγκατέλειψα) Τραπ. || Φρ. Ἐκρέμπ᾽σεν τὸ τιλ᾽ ᾽ς σὸ νερὸν (τσὶλ᾽ = σφουγγαρόπαννον, ἀπέβαλε πᾶσαν (αἰδῶ) Χαλδ. Ἐκρέμιξα ἕνα λόγον (ὡμίλησα ἀπερισκέπτως Κερασ. γ) Ἀνατρέπω, καταλύω, καταργῶ βιαίως σύνηθ.: Γκρεμίζω εἴδωλα - προλήψεις - θρόνους - κυβερνήσεις - ἐπιχειρήματα κοιν. 2) Ἐκδιώκω σκαιῶς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Τσακίλ.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸν ἐγκρέμισα κάτ᾽ ἀπὸ τὴ σκάλα (μεθ᾽ ὕβρεων ἐξεδίωξα δι᾿ ἄτοπον συμπεριφορὰν) Ἀρκαδ. Ὁ γαμπρὸς ἐντάβιξεν μὲ τὴν πεθερὰν ἀτ᾽ κ᾽ ἐκρέμπ᾽σεν ἀτεν ἔξ᾽ ἀσ᾽ς σὸ σπίτ᾽. (ἐντάβιξεν = ἐφιλονίκησεν) Χαλδ. Δὲν τὸ gρεμίεις, καμέ᾽, ἀπὸ κοdά σ᾽, μόνε τό ᾽χεις καὶ σὲ παιδεύ᾽; Τσακίλ. Ἄ σὲ gρεμίσω ᾽γὼ ᾽πεδωνά, μόν᾽ νὰ δοῦμ᾽ πότε! Σαρεκκλ. gρεμνίσ᾽κε ᾽πεδωνὰ καὶ πάει αὐτόθ. Συνών. γκρεμολογῶ 2. β) Κατὰ προστ. ὡς προτροπὴ εἰς ἀνεπιθύμητον νὰ ἀπέλθῃ κακὴν κακῶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: Γκρεμίσου ἀποδῶ - ἀπὸ ᾽μπρός μου - ἀπὸ τὴ μέση - νὰ γκρεμιστῇς! (ἀρχ.: ἔρρ᾽ εἰς κόρακας) σύνηθ. Νὰ gρεμνιστῇς, σὲ λέγω, καὶ νὰ μ᾽ ἀφή᾽ς ἥσυχη Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρεμίστ᾽ ἀπαδὰ-κά᾽ (γκρεμισθῆτε ἀποδῶ κάτω) Πόντ. (Χαλδ.) Πάαινε, gρεμίσου, φεύγα ἀπὸ bρός μου καὶ παράτα με! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔλα, μωρέ, γκριμ᾽σμένου, π᾽ νὰ γκριμ᾽στῇς! (πρὸς δυστροποῦντα ἡμίονον) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Χάγκε γκρενίσου ἀπὸ τοὺρ ἐψού μι! (πήγαινε, γκρεμίσου ἀπὸ τὰ μάτια μου!) Τσακων.: Ὄ᾽ ντρεπούμενε; ὄ᾽ ἔγκου νὰ γκρενιστῆρε, νὰ μὴ ντ᾽ ὁρίνῃ ὁ κόσμο; (δὲν ἐντρέπεσαι; δὲν πηγαίνεις νὰ γκρεμισθῆς, νὰ μὴ σὲ βλέπη ὁ κόσμος;) Τσακων. Νὰ γκρεμιστῇς, νὰ πᾷς νὰ νιφτῇς Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Δὲ bᾷς νὰ gρεμ᾽στῇς λέου ᾽γώ, κακομοίρ᾽ μ᾽! Λευκ. (Φτερν.) Πάαινε, κακομοίρα, νὰ κρεμιστῇς, ἀμὲ ἄχρηστη εἶσαι ᾽ς τὸ gόσμο Κάρπ. (Μεσοχώρ.) || ᾎσμ. Σήκου, πιˬάσ᾽ καὶ τὸ μωρόν σου καὶ κρεμ-μίστου ᾽ς τὸ χωρκόσ- σου! Κύπρ. Συνών. ἀγωγιˬάσ᾽ ἀπὸ μπροστά μου, ἀγωγιˬασμένο, (διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀγωγιˬάζω), ἀρατίσου, (εἰς λ. ἀρατίζω), γκρεμοβολήσου (εἰς λ. γκρεμοβολῶ), γκρεμολογήσου (εἰς λ. γκρεμολογῶ 1β), γκρεμοτσακίσου (εἰς λ. γκρεμοτσακίζω), ξεκουμπίσου (εἰς λ. ξεκουμπίζω), τσακίσου (εἰς λ. τσακίζω), χάσου (εἰς λ. χάνω). 3) Μέσ. ἀμτβ., ἐμπίπτω, καταλὴγω, καταντῶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἄρρωστος ἀσ᾽ ὄψεν ἐκρεμίεν (περιῆλθεν εἰς κρίσιμον κατάστασιν) Χαλδ. Πῶς ἐκρεμίες ἀτὰ μέρ; (πῶς ἐξέπεσες εἰς αὐτὰ ἐδῶ τὰ μέρη;) Τραπ. Μὴ φογᾶσαι, ἐγὼ ᾽κὶ κρεμίγουμαι ἀπάν᾽ τ᾽ σ᾽ (δὲν σ᾽ ἐπιβαρύνω, δὲν καταλῆγω εἰς τὴν ἀνάγκην σου αὐτοθ.) β) Κατὰ γ΄ πρόσ. μετὰ τὴν λ. λόγος, συντυχία, μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλήσω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): ᾽Σ ἐμὸν λόγος ᾽κὶ κρεμίεται (συνων. μὲ τὴν δὲν μοῦ πέφτει λόγος, δὲν μὲ ἀφορᾷ, δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ὁμιλήσω) Χαλδ. ᾽Σ ἐσὲν υντ᾽ία ᾽κὶ κρεμίεται (δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται, δεν ἔχεις δικαίωμα νὰ ὁμιλῆσης) αὑτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκρεμισμένη Πελοπν. (Τριφυλ) Gρεμ-μημένο (Μπόβ.) Γκρεμισμένα Λιθάρια Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Κοκκιν.) Πάξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/