ἀπανωσώριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωσώριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπανωσώριν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ.) ἀπανωσώρ’ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ρ. σωρεύω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 175 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὁ ἐπὶ τοῦ δένδρου συλλεγόμενος, ὁ μὴ χαμαιπετής, ἐπὶ καρποῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀοῦτα τὰ μῆλα ἀπανωσώρ εἶν᾿ Χαλδ. Ἀντίθ. *ἀποκατωσώριν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/