βέζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βέζι τό, Κύθν. Σέριφ. βέντζι Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

I) Σιδηρᾶ βελόνη τῆς ὑφαντικῆς σαΐττας περὶ τὴν ὁποίαν στρέφεται τὸ μασούρι. Κύθν. II) Κλάδος ἰτέας ἢ ἄλλου φυτοῦ χρήσιμος εἰς τὴν καλαθοπλεκτικὴν Εὔβ. (Κουρ.) Σέριφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/