γκρεμισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκρεμισιˬὰ ἡ, Α. Λασκαράτ., Ἤθη, 47 - Λεξ. Δημητρ. gρεμισιˬὰ Κεφαλλ. Ὀθων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γκρεμίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

Κατακρῆμνισις, ἀκουσία πτῶσις ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔφαα νιˬὰ gρεμισιˬά! Κεφαλλ. Ἐπῆε ἀπὸ gρεμισιˬὰ (κατακρημνισθεὶς ἐφονεύθη) αὐτόθ. Θὰ σὲ πιˬάκω καὶ θὰ σοῦ δώκω καμμιˬὰ γρεμισιˬὰ γερὴ Ὀθων. Συνών. γκρεμίλα, γκρέμισμα, γκρεμισμός, γκρεμοτσάκισμα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/