γραμματικόπουλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματικόπουλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γραμματικόπουλος ὁ, Κέρκ. - Ν. Πολίτ., Λαογρ. 1 (1909), 232 γραμματικόπουλο τὸ Εὔβ. (Κάρυστ.) Προπ. (Μηχαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμματικὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –πουλος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐγγράμματος νέος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Φέρτε μου ᾽δῶ κρασὶ νὰ πιˬῶ, φέρτε μ᾽ ψωμὶ νὰ φάω καὶ σύ, γραμματικόπουλε, κατέβασ᾽ τὸ σπαθί μου Κέρκ. Ἕνα γραμματικόπουλο κ᾽ ἕνα γραμματισμένο μιˬᾶς χήρας κόρην ἀγαπᾷ καὶ δὲ μπορ᾽ νὰ τὴν πάρῃ Προπ. (Μηχαν.) Καὶ οἱ παππᾶδες καὶ αὐτοὶ χάσανε τὰ χαρτιˬά τους καὶ τὰ γραμματικόπουλα χάσαν τὰ γράμματά τους Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραμματικόπουλος καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Πειρ. Ζάκ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA