γκρέμισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρέμισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρέμισμα τό, κρέμισμα Πόντ. (Ἰνέπ.) κρέμισμαν Πόντ. (Σταυρ.) κρέμιγμαν Πόντ. (Τραπ.) κρέμιμαν Πόντ. (Χαλδ.) γκρέμισμα πολλαχ. gρέμισμα Κρήτ. (Ἀρχάν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καρβελ. Κίτ. Μάν. κ.ἀ.) γκρέμ᾽σμα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Γαλάτιστ.) gρέμ᾽σμα Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) γρέμισμα Κρήτ. (Κίσ.) κρέμ-μισμαν Κύπρ. Χίος (Πισπιλ.) κρίμ-μισμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) γκρέμνισμα Λεξ. Περιδ. Βυζ. Δημητρ. gρέμνισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀgρέμισμα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ἀνgρέμισμα Κίμωλ. ἐγκρέμνισμα Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμίζω. Ὁ τύπ. ἐγκρέμνισμα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Κατακρῆμνισις, πτῶσις, ἀφ᾽ ὑψηλοῦ τόπου πολλαχ.: Τοῦ δωσε ἕνα γκρέμισμα ἀπὸ τὴ σκάλα, ποὺ κατατσακίστηκε! Ἀθῆν. Εἶναι ἕνας ἀdίχριστος, ποὺ θέλει gρέμισμα Κρήτ. Ἔπαθ᾽ ἕνα γκρέμ᾽σμα, ἦταν οὕλου θ᾽κό τ᾽! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὅπως κατάdησε, δὲ dοῦ μένει παρὰ τὸ gρέμισμα Κεφαλλ. Εἶdα gρέμνισμά ᾽τον εὐτό! Χίλιˬα κομμάθια ᾿ίνηκε! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ βόδι ἐιˬδιˬάη ἀπὸ ἀgρέμισμα (ἐιˬδιˬάη ἀπὸ = ἐπῆγε ἀπὸ, ἐφονεύθη κατακρημνισθὲν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἅμα ὁ ἄθρωπος ᾽ὲ γροικᾷ, ἔν᾽ γιˬ᾽ ἀνgρέμισμα (γροικᾷ = ἀκούη) Κίμωλ. ᾎσμ. Σκίσιμο θέλει τὸ χαρτί, χύσιμο τὸ μελάνι καὶ gρέμισμα ὁ γραμματικὸς σ᾽ ἕνα βαθὺ λαgάδι (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Κρέμ-μισμαν τοῦ Καμήλου Κύπρ. Κρέμ-μισμαν τῶ᾽ Ζαφτιˬέδων Χίος (Πισπιλ.) 2) Κατεδάφισις οἰκίας κλπ. πολλαχ.: Μόλις τελειώσῃ τὸ γκρέμισμα τοῦ σπιτιˬοῦ, θ᾽ ἀρχίσωμε ἀμέσως τὸ χτίσιμο Ἀθῆν. 3) Ἐρείπιον Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ζάκ. Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ.) - Λεξ. Βυζ. Δημητρ.: Μετὰ τὸν τελευταῖο σεισμὸ γέμισε ὁ τόπος γκρεμίσματα καὶ χαλάσματα Ἀθῆν Αὐτεί᾽ ἡ ἰκκλησούλα εἶι τώρα γκρέμ᾽σμα Αἰτωλ. Συνών. γκρέμιος Α2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Gρεμίσματα Πάρ. Μαθράκ. β) Τόπος, τοῖχος εἰς κατάστασιν καταρρεύσεως Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Ἀνέβηκε ᾽ς τὸ dοῖχο ᾽ ἦτα ᾽ς τὸ gρέμισμά του κ᾽ ἐξεκόλωσε (ἦτο ἑτοιμόρροπος καὶ κατέρρευσε). 4) Ἀποκοπὴ καὶ ἀπόρριψις τῶν ἀχρήστων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν καρποφόρων τοιούτων. Π. Γενναδ., Ἑλλην. γεωργ. 11, 169. Συνών. ἀποστέρφεμα, ἀργολόγημα, βλαστόκομμα, βλαστοκόπημα 2, βλαστολόγημα, βλαστολόγι 2, ξεστερφάδιˬασμα, ξεφύλλισμα. 6) Ἐπὶ δένδρων, ἡ ρῖψις καρπῶν διὰ ραβδίσματος Θεσσ. (Τσαγκαρ.): Μιτὰ τοὺ γκρέμ᾽σμα κὶ τοὺ μάζιμα ἀπουμέ᾽ τοὺ σπυρουλόημα. Β) Μεταφ. 1) Κατάλυσις, καθαίρεσις, ἀνατροπὴ πολλαχ.: Γκρέμισμα εἰδώλων - προλήψεων - θεσμῶν - θρόνων κττ. πολλαχ. Συνών. γκρεμισμὸς Β2. 2) Κατάρρευσις ὑλική, πτώχευσις Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Τραπ.) β) Ἐξάντλησις δυνάμεων Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Τραπ.) γ) Κατάρρευσις ψυχικὴ πολλαχ. Γκρέμισμα ὀνείρων - ἐλπίδων πολλαχ. 3) Ἀποβολὴ ἐμβρύου Πόντ. (Ἰνέπ.) 4) Σκωπτικῶς ὁ ἀρραβὼν Μακεδ. (Γαλάτιστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/