ἀπανωτιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωτιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπανωτιˬάζω Ἤπ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) –ΙΒηλαρ. Ποιήμ. 154 –Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπανουτιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’πανωτιˬάζω Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. ’πανουτιˬάζου Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπανωτός.
Σημασιολογία
1) Ἀπανωταριˬάζω, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπανωτιˬάζω τὰ δέματα-τὰ ροῦχα–τὸ τριφύλλι Ἤπ. ᾿Πανουτιˬάζ᾿ τὰ ψουμιˬὰ Ὄρ. Ἀπανουτιˬάζ’ τὰ φουρέματα Ζαγόρ. || Παροιμ. φρ. Δὲν ἀπανώτιˬασα τὰ ἐννεˬὰ καλὰ (δὲν εἶδον καλὸν) Ἤπ. Ἀπανώτιˬαζέ τα γιˬὰ νὰ τὰ γκρεμίσῃς (ἐπὶ ἀπλήστων) Λακων. || Ποίημ. Τὰ ψέματά του διπλὰ ἀρμαθιˬάζει, | μὲ γληγοράδα τ᾽ἀπανωτιˬάζει ΙΒηλαρ. ἔνθ’ ἀν 2) Ὑψώνω τοῖχον ἐπιθέτων ἐπὶ συμπαγοῦς τοιούτου λίθους ἄνευ συνδετικῆς ὕλης Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA