βεζίρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεζίρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βεζίρης ὁ, κοιν. βιζίρης ἐνιαχ. βεζίρ’ς Θρᾴκ. βιζίρ’ς βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. vezir.
Σημασιολογία
1) Πρωθυπουργὸς τῆς Τουρκίας κοιν.: Φρ. Θὰ σὲ κάνω βεζίρη (θὰ σὲ ἀνταμείψω γενναίως). 2) Ἀνώτατος Τοῦρκος διοικητικὸς ὑπάλληλος, διοικητὴς περιφερείας πολλαχ: Ὁ βεζίρης τῆς Τριπολιτᾶς Πελοπν. β) Θωπευτικὴ προσφώνησις υἱοῦ ὑπὸ τῆς μητρός του Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): Πιδί μ᾿, βιζίρ’ μου! 3) Μία τῶν ἑδρῶν τοῦ ἀστραγάλου εἰς τὴν παιδιὰν τοῦ ἀστραγαλισμοῦ πολλαχ. Συνών. βεζιρεία 4) Ἡ παιδιὰ τοῦ ἀστραγαλισμοῦ Πελοπν. (Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. Συνών. ἀσίκι 1β, ἀστραγάλι 2, ἀστράγαλος 1β, βέζιρας 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA