ἀπανωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπανωτὸς ἐπίθ. ἐπανωτὸς ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,84 ἀπανωτὸς σύνηθ. ἀπανουτὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγπανουτὸς Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀχπανουτὸς Ἤπ. (Χουλιαρ.) ’πανωτὸς Ἤπ. ’πανουτὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿παν᾽τὸς Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀντίκρυ - ἀντικρυτός. Ὁ τύπ. ἐπανωτὸς καὶ ἐν Κρητικ. πολέμ. 82, 6 (ἔκδ. ΑΞηρουχάκη) «ποῦ ἦτο ξένον θέαμα τὰ δόλια τὰ κορμιά τους | νὰ κείτουνται ἐπανωτά, δίχως τὴν ὀμορφιά τους».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλεπάλληλος, συσσωρευμένος σύνηθ.: Λιθάριˬα-ροῦχα ἀπανωτὰ σύνηθ. Κάθεται μὲ τὰ ποδάριˬα ἀπανωτὰ Ἤπ. ’θάρ’ ἀπανουτὸ δὲν ἔμκι σὶ ’κείν’ τοὺν τόπου Αἰτωλ. Τὰ βάλαμ’ οὕλα ἀπανουτὰ Ζαγόρ. Τὸ κοιμητήρι... πολὺ τόπο πιάνει, ἔπρεπε νὰ βάνουν τοὺς νεκροὺς ἀπανωτοὺς ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 85. ‖ Ποιήμ. .......χτυπε͜ιῶνται ἀνάμεσό τους πο͜ιὸ κεφαλὲς περ᾽σσότερες σκληρὰ νὰ πρωταρπάξῃ γιˬὰ νὰ τὲς βάλῃ ἐπανωτὲς νὰ χτίσῃ πυραμίδα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Τί χιˬόνιˬα τώρᾳ ἀπανωτὰ νὰ στοίβασε ὁ χειμῶνας ’ς τὰ ξάρημά μας τὰ βουνά! ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 55. Συνών. ἀπανωτιˬαστὸς 1. 2) Ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου σύνηθ.: Βάσανα–κύματα-χτυπήματα ἀπανωτὰ σύνηθ. Οἱ ἀπανωτοὶ χαμοὶ μὲ κάμαν νευρικὸ ΚΧατζοπ. Ἀννιὼ 42 Οἱ στάλες τῆς βροχῆς πέφτανε τώρᾳ ἀπανωτὲς ΚΠαρορ. ’Σ τὸ ἄλμπουρ. 31 Κουμούλιˬαζε ἀπανωτὲς τοὶς κατάρες ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾴκ. ἠθογρ. 1, 92 || Ποίημ. Ἀπὸ τὰ βόλιˬα τῶν καιρῶν ἀπανωτὲς περίσσιˬες, κλαίει τοὶς βαρε͜ιὲς λαβωματεˬὲς ποῦ γιˬατρεμὸ δὲν ἔχουν (ἐνν. ὁ Παρθενὼν) ΚΠαλαμ. Βωμοὶ 55. Β) Οὐσ. 1) Ἀρσεν. εἶδος χοροῦ Σίφν. Συνών. καρσιλαμᾶς. 2) Οὐδ., ἐπανωφόριον, ἐπενδύτης Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀπανωτάρις Α4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA