ἀπανωτσάμπουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωτσάμπουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωτσάμπουρο τό, ἀμάρτ. ἀπανουτσάμπ’ρου Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. τσάμπουρο.

Σημασιολογία

Κατὰ πληθ., τὰ μετὰ τὸν τρυγητὸν ἐναπομένοντα ἐν τῇ ἀμπέλῳ ἄκρα σταφύλια, ἐπιφυλλίδες: ᾎσμ. Κάμι πατ’τήριˬα δικουχτώ, βουτσιˬὰ ἱξήντα ἕξι κὶ μὶ τ᾿ ἀπανουτσάμπ’ρα τοῦ χρέους σου θὰ βγάλῃς Αἶν. Συνών. καμπανάρι, καμπανός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/