βελάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βελάζω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βελάζου Τσακων. βελάζ-ζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ.) βιλάζου βόρ. ἰδιώμ. β’λάζω Κερκ (Ἀργυρᾶδ.) βιλιˬάζω Ἤπ. Παξ. βιλιάζου Μακεδ. (Σιάτ.) β’λιˬάζω Ἤπ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. κ.ἀ. β’λιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. Χουλιαρ. κ.ἀ) Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ. Νάουσ. Σισάν.) βιˬάζου Τσακων. βελάχω Ζάκ. βελάω Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) ἀβελάω Καλαβρ. (Μπόβ.) bελάζω Ζακ. Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Γύθ. Κλουτσινοχ. Σουδεν Τρίκκ. Τρίπ.) -Λεξ. Μ’Εγκυκλ. bιλάζου Μακεδ. bιλιˬάζου Μακεδ. (Σιάτ. Χαλκιδ.) b᾿λιˬάζου Μακεδ. (Σιάτ.) μπελάζ-ζου Εὔβ. (Κουρ.) πελάζω Καλαβρ. (Μπόβ.) μελάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Μέγαρ. μιλιˬάζου Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς πεποιημένης λέξεως βὲἢbὲ δηλούσης τὴν φωνὴν τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν.

Σημασιολογία

1) Βληχῶμαι, ἐπὶ προβάτου καὶ αἰγὸς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Βελάζει τ᾿ ἀρνὶ-ἡ γίδα–τὸ κατσίκι–τὸ πρόβατο κοιν. || Φρ. Σὰν τὸ κατσίκι β’λιˬάζει (ἐπὶ κραυγάζοντος) Ἤπ. ᾿Εβέλαξε σὰν ὰρνὶ Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Ἀρνὶ δὲ θὰ βελάξῃ (οὐδεὶς θὰ σωθῇ) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Δὲν ἀφίν’ γίδα νὰ βιλάξ’ (ἐπὶ ἱκανοῦ αἰγοκλέπτου) Στερελλ. (Αἰτωλ. ) || Παροιμ. Ἀρνί ποῦ δὲ βελάζει γάλα δὲν τρώει (ὁ μὴ αἰτῶν δὲν λαμβάνει) πολλαχ. Τοὺ γουρού’ πουτὲ δὲ βιλάζ’, πάντα γρουλλίζ’ (ἡ πονηρὰ φύσις δὲν μεταβάλλεται) Σάμ. || ᾌσμ. Κἄπου βελάζουν πρόβατα, κἄπου βελάζουν γίδιˬα Πελοπν. (Λάστ.) Καὶ β’λιˬάζουν σὰν τὰ πρόβατα καὶ σὰν τ’ ἀρνιˬὰ ᾿ς τὲς μάντρες Ἤπ. Πβ. ἀναβελάζω 1. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπου, κραυγάζω ἰσχυρῶς, ὀδύρομαι, θρηνῶ πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Β’λιάζει τὸ παιδὶ Ἤπ. Ἐβέλαξε τὸ παιδὶ ἀπ' τὰ κλάματα Πελοπν. (Δημητσάν.) Βιλά’ ἀποὺ τουν πόνου Εὔβ. (Στρόπον.) Μοῦ κόφτει τὴν καρdία, γιˬ’ αὐτὸ πελάζω Καλαβρ. (Μπόβ.) || Φρ. Βέλαξι οὑ κόσμους ἀπ᾿ τ’ν πεῖνα Στερελλ. (Αἰτωλ) Βέλαξαν τὰ πιδιˬὰ ἀπ᾿ τὰ πιγνίδιˬα (παρεξετράπησαν) αὐτόθ. Δὲ θὰ βελάξῃ οὔτ᾿ ἕνας (οὐδεὶς δὰ ὑπολειφθῇ ζῶν) Πελοπν. (Μεσσ.) || ᾎσμ. Κ’ ἡ μάννα του ἀπουκουντὰ μόν’ σκούζει κὶ βιλάζει Μακεδ. Συνών ἀναβελάζω 2,παραβελάζω. 3) Μετοχ. βελασμέμος, ὁ φονευθεὶς καὶ μὴ τυχὼν ἐκδικήσεως, ἀνεκδίκητος (ἡ σημ. ἐκ τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ νεκρὸς βοᾷ καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀγδίκα͜ιωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/