βέλασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέλασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βέλασμα τό, κοιν. βέλιˬασμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) βίλιˬασμα Παξ. β’λιˬάσμα ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 62 καὶ 80 bέλασμα Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. bέλιˬασμα Μακεδ. (Χαλκιδ.) βέλισμα Ἤπ. (Κεστρίν.) βέλαγμα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) β’λιˬάγμα Μακεδ. (Βλάστ.) μέλασμα Λεξ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βελάζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ φωνὴ τῶν βληχομένων ζῴων, ἰδίως προβάτων καὶ αἰγῶν, βληχηθμὸς κοιν.: Τὸ βέλασμα τῆς γίδας-τοῦ προβάτου. Τά βελάσματα τῶν ἀρνιˬῶν-τῶν κατσικιˬῶν- τῶν κοπαδιˬῶν κοιν. || Ποίημ. Ἀπ’ τὰ βραχνὰ βελάσματα ἀχολογοῦν οἱ ράχες ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,217. Συνών βελαξιˬά. 2) Μετων. ἄνθρωπος ἀμβλύνους, βλάξ Θεσσ. (Νευρόπ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Αὐτὸς εἶνι βέλασμα Νευρόπ. Δὲν εἶναι τίποτα ἀπὸ δαῦτον, ἕνα βέλασμα εἶναι Τριφυλ. Ἄι, μαρὲ βέλασμα! Καλοσκοπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA