ἀπανωχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωχώρι τό, Κρήτ. ’πανωχώρι Ἤπ. Μεγίστ. ᾽πανουχώρ’ Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. χωριˬό.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἄνω μέρος ἢ ἡ ἐπάνω συνοικία χωρίου τινὸς ἔνθ᾽ ἀν. 2) Κατὰ πληθ., τὰ εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος περιφερείας τινὸς χωρία Κρήτ. Μεγίστ.: ᾎσμ. Τσαὶ τοὺς ἐμοιριˬολόησαν χῶρες τσαὶ ’πανωχώριˬα Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ., ὑπὸ τὸν τύπ. δὲ Ἀπανωχώρ᾽ Πόντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA