γραμματιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γραμματιστὸς ἐπίθ. Ρόδ. γραμμακιστὲ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γραμματίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐγγράμματος Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Τσ᾽ ἐτῆνε γραμμακιστὲ τσαὶ τὰ καμπζία σι γραμμακιστὰ (καὶ ἐκεῖνος ἐγγράμματος καὶ τὰ παιδιά του ἐγγράμματα) Ἔι γραμμακιστέ, ἔι ξέρου πρεσσὰ γράμματα (εἶναι γραμματισμένος, ξέρει πολλὰ γράμματα) Μέλαν. || Φρ. Ἀπὸ τοὺ γραμμακιστοὶ θὰ χάῃ ὁ κόσμο (ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους θὰ χαλάσῃ ὁ κόσμος) αὐτόθ. Συνών. γραμματικὸς 2, σπουδαστής 2) Σχεδιασμένος Ρόδ.: Γραμματιστὰ πλουμιˬὰ (σχεδιασμένα ποικίλματα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA