γκρεμοποντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοποντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμοποντίζω ἐνιαχ.. κρεμ-μοποντίντζω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κρεμ-μός, καὶ τοῦ ρ. ποντίζω.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ., ἀποδιώχνω. 2) Μέσ. κατὰ προστ., φύγε, χάσου: Κρεμ-μοποντίσου, φύ᾽ ἀπῶε! Συνών. γκρεμίζω Β2β, γκρεμοβολῶ Β2, γκρεμολογῶ Β2, γκρεμοτσακίζω Α2, τσακίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA