βελέσσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελέσσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βελέσσι τό, Ζάκ Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ) Κεφαλλ. (Λειξούρ. κ.ἀ) Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κίτ Λάγ. Λεντεκ. Μάν. Ὀλυμπ. Πύλ. Τριφυλ.) -Λεξ. Βλαστ. 330 Μ’Εγκυκλ. Δημητρ. βελέι Πελοπν. (Αἰγιάλ. Φεν.) βελέτσι Παξ. βελέζι Ἀνάφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βενετ. valessio. Ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 2, 17.
Σημασιολογία
1) Βάμβαξ Κρήτ. Συνών. μπαμπάκι. 2) Βαμβακερὴ κλωστὴ Κρήτ. 3) Εἶδος καλύμματος Ἀνάφ. 4) Ἐσωφόριον τῶν γυναικῶν συνήθως βαμβακερὸν Ζάκ. Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἀ) Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Φεν.) Συνών. μεσοφόρι, μεσοφούστανο. 5) Ἐξωτερικὸν ἔνδυμα τῶν γυναικῶν ἑορτάσιμον, συνήθως ἀπὸ τῆς ὀσφύος μέχρι τῶν ἄκρων ποδῶν ἐξικνούμενον Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ) Κεφαλλ. (Λειξούρ. κ.ἀ) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Κίτ. Λάγ. Λεντεκ. Μάν. Ὀλυμπ. Πύλ. Τριφυλ.) -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ.: Φρ. Ἀλλάργα ἀπὸ βελέσσι (μακρὰν ἀπὸ γυναῖκας) Ζάκ. Δὲ φορῶ βελέσσι, φορῶ βρακί (δὲν εἶμαι γυνή, εἶμαι ἀνήρ, δηλ. δὲν εἶμαι ἄνανδρος) Κεφαλλ. Σέρνεται ἀπὸ βελέσσι (ἄγεται. καὶ φέρεται ὑπὸ γυναικὸς) αὐτόθ || ᾌσμ. Πο͜ιὸς εἴγδε ἀπάνω σὲ βουνὸ φοράδα μὲ βελέσσι καὶ προβατῖνα μὲ βρακὶ καἰ ποντικὸ μὲ φέσι Λειξούρ. Ὅπο͜ιος πιστέψῃ γυναικὸς βελέσσι νὰ φορέσῃ, τὰ χέριˬα του πιστάγκωνα μπόγιας νὰ τοῦ τὰ δέσῃ Ζάκ. Συνών. ἄμπιτο 1. 6) Εἶδος γυναικείου ἐπενδύτου Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.): ᾎσμ. Ντύθηκε ἡ Μάρω τοῦ παππᾶ, φόρεσε τὸ βελέτσι Παξ. 7) Ἐξωτερικὸν ἔνδυμα τῶν ἱερέων Λεξ. Βλαστ. 330.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA