βελιˬουριˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελιˬουριˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βελιˬουριˬάζομαι Πελοπν. (Ὀλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βέλιˬουρας.

Σημασιολογία

Δηλητηριάζομαι τρώγων τὸ φυτὸν βέλιουραν, ἐπὶ ζῴων: Ἐψόφησε ἡ γίδα, γιˬατὶ βελιˬουριˬάστηκε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/