bελίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

bελίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

bελίτσα ἡ, Ἤπ. βελίτσα Ἤπ.-ΠΠαπαγεωργ. Ἑλλην. σιτηρογρ. 128 βιλίτσα Στερελλ. (Αἰτωλ.) βέλιτσα Πελοπν. (Ἦλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. belitsa=ἀσπρούλλα.

Σημασιολογία

1) Ποικιλία σίτου Στερελλ. (Αἰτωλ.)-ΠΠαπαγεωργ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βέλιτσα Πελοπν. Βελίτσα Στερελλ. (Φωκ.) Βελίτσες Πελοπν. 2) Λευκόθριξ, ἐπὶ ποιμνίων Πελοπν. (Ἦλ.) 3) Πρόβατον ἔχον λευκὸν πρόσωπον Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/